παρατροχάζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρατροχάζω''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[παρατρέχω]], [[παρέρχομαι]] τρέχων, τινὰ Ἀνθ. Π. 9. 372., 11. 163· [[παρέρχομαι]], ἀφίνω ἀπαρατήρητον, Ἀνθ. Πλαν. 169. ΙΙ. [[τρέχω]] παραπλεύρως, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 70· τινί, πλησίον τινός, ὁ αὐτ. ἐν Συρ. 64.
|lstext='''παρατροχάζω''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[παρατρέχω]], [[παρέρχομαι]] τρέχων, τινὰ Ἀνθ. Π. 9. 372., 11. 163· [[παρέρχομαι]], ἀφίνω ἀπαρατήρητον, Ἀνθ. Πλαν. 169. ΙΙ. [[τρέχω]] παραπλεύρως, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 70· τινί, πλησίον τινός, ὁ αὐτ. ἐν Συρ. 64.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> courir auprès <i>ou</i> le long de, τινι ; <i>fig.</i> passer le long de, négliger;<br /><b>2</b> dépasser à la course, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τροχάζω]].
}}
}}