3,274,522
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πελεκάν''': -ᾶνος, ὁ, παρυδάτιον πτηνὸν περιλαμβάνον ὡς φαίνεται δύο εἴδη, τὸν ἔχοντα πλατὺ καὶ κοτυλοειδὲς [[ῥάμφος]], platalea leucerodius, καὶ τὸν κοινὸν «πελεκᾶνον» Pelecanus onocrotalus, Ἀριστ. π. τὰ. Ζ. Ἱστ. 8. 12, 13., 9. 10, 2, Αἰλ. π. Ζ. Α. 3. 20˙ [[ὡσαύτως]] πελεκᾶνος Ὠριγέν. VII, 28Α, κλ. πρβλ. [[πελεκῖνος]]. | |lstext='''πελεκάν''': -ᾶνος, ὁ, παρυδάτιον πτηνὸν περιλαμβάνον ὡς φαίνεται δύο εἴδη, τὸν ἔχοντα πλατὺ καὶ κοτυλοειδὲς [[ῥάμφος]], platalea leucerodius, καὶ τὸν κοινὸν «πελεκᾶνον» Pelecanus onocrotalus, Ἀριστ. π. τὰ. Ζ. Ἱστ. 8. 12, 13., 9. 10, 2, Αἰλ. π. Ζ. Α. 3. 20˙ [[ὡσαύτως]] πελεκᾶνος Ὠριγέν. VII, 28Α, κλ. πρβλ. [[πελεκῖνος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶνος (ὁ) :<br />une sorte de pélican, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πελεκάω]]. | |||
}} | }} |