παρασκευαστός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασκευαστός''': -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παρασκευάσῃ ἢ παράσχῃ Πλάτ. Πρωτ. 319Β, 324C.
|lstext='''παρασκευαστός''': -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παρασκευάσῃ ἢ παράσχῃ Πλάτ. Πρωτ. 319Β, 324C.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />que l’on peut préparer <i>ou</i> se procurer.<br />'''Étymologie:''' [[παρασκευάζω]].
}}
}}