3,274,175
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῆμα''': τό, διαμένει ἀμετάβλ. παρὰ τοῖς Δωρ.: λέξ. ποιητ., [[πάθημα]], [[δυστύχημα]], [[ὄλεθρος]], Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., καὶ Τραγ., κατά τε τὸν ἑνικὸν καὶ τὸν πληθ.: κακὸν π. Ὀδ. Ε. 179· π. κακοῖο Γ. 152· π. δύης Ξ. 338· π. τῆς ἄτης Σοφ. Αἴ. 363· π. θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει Ἰλ. Ρ. 688· τοῖσι... [[πῆμα]] κυλίνδεται Ὀδ. Β. 163, πρβλ. Ἰλ. Λ. 347· ἡμῖν πήματα πολλὰ θέσαν Ο. 721· τοι [[πῆμα]] τόδ’ ἤγαγον οὐρανίωνες Ω. 547· πημάτων ἔξω [[πόδα]] ἔχειν Αἰσχύλ. Πρ. 263· πήματα ἐπὶ πήμασι Σοφ. Ἀντ. 593· πῆμ’ ἐπὶ πήματι κεῖται Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. 68. ΙΙ. παρ’ Ὁμ., [[συχνάκις]] ἐπὶ προσώπων, [[ὄλεθρος]], [[πληγή]], ὅς μιν ἔτικτε... [[πῆμα]] γενέσθαι Τρωσὶ Ἰλ. Χ. 421, πρβλ. Γ. 50, 160. Ζ. 282, Σοφ. Ο. Τ. 379. | |lstext='''πῆμα''': τό, διαμένει ἀμετάβλ. παρὰ τοῖς Δωρ.: λέξ. ποιητ., [[πάθημα]], [[δυστύχημα]], [[ὄλεθρος]], Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., καὶ Τραγ., κατά τε τὸν ἑνικὸν καὶ τὸν πληθ.: κακὸν π. Ὀδ. Ε. 179· π. κακοῖο Γ. 152· π. δύης Ξ. 338· π. τῆς ἄτης Σοφ. Αἴ. 363· π. θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει Ἰλ. Ρ. 688· τοῖσι... [[πῆμα]] κυλίνδεται Ὀδ. Β. 163, πρβλ. Ἰλ. Λ. 347· ἡμῖν πήματα πολλὰ θέσαν Ο. 721· τοι [[πῆμα]] τόδ’ ἤγαγον οὐρανίωνες Ω. 547· πημάτων ἔξω [[πόδα]] ἔχειν Αἰσχύλ. Πρ. 263· πήματα ἐπὶ πήμασι Σοφ. Ἀντ. 593· πῆμ’ ἐπὶ πήματι κεῖται Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. 68. ΙΙ. παρ’ Ὁμ., [[συχνάκις]] ἐπὶ προσώπων, [[ὄλεθρος]], [[πληγή]], ὅς μιν ἔτικτε... [[πῆμα]] γενέσθαι Τρωσὶ Ἰλ. Χ. 421, πρβλ. Γ. 50, 160. Ζ. 282, Σοφ. Ο. Τ. 379. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> souffrance, mal, malheur;<br /><b>2</b> ce qui cause un dommage, un malheur, <i>etc.</i> ; fléau, calamité.<br />'''Étymologie:''' [[πάσχω]] -- DELG étym. obscure ; cf. ttf. <i>avest.</i> pâman, nom d’une maladie de la peau, <i>skr.</i> pâmán « maladie de la peau, gale », <i>skr.</i> pâpmán « souffrance, dommage ». | |||
}} | }} |