Anonymous

πῆμα: Difference between revisions

From LSJ
1,201 bytes added ,  5 August 2017
6_21
(13_5)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0610.png Seite 610]] τό, <b class="b2">Leid, Unglück</b>, Unheil; oft bei Hom. u. Hes.; auch κακὸν [[πῆμα]], Od. 5, 179; [[πῆμα]] κακοῦ, 3, 152; [[πῆμα]] δύης, 14, 338; τὸ [[πῆμα]] τῆς νόσου, Soph. Phil. 754, u. öfter; μὴ [[πλέον]] τὸ [[πῆμα]] τῆς ἄτης τίθει, Ai. 356; τὰ τοῦδε πενθεῖν πήματα, O. C. 743; Eur. oft; Ar. u. in später Prosa.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0610.png Seite 610]] τό, <b class="b2">Leid, Unglück</b>, Unheil; oft bei Hom. u. Hes.; auch κακὸν [[πῆμα]], Od. 5, 179; [[πῆμα]] κακοῦ, 3, 152; [[πῆμα]] δύης, 14, 338; τὸ [[πῆμα]] τῆς νόσου, Soph. Phil. 754, u. öfter; μὴ [[πλέον]] τὸ [[πῆμα]] τῆς ἄτης τίθει, Ai. 356; τὰ τοῦδε πενθεῖν πήματα, O. C. 743; Eur. oft; Ar. u. in später Prosa.
}}
{{ls
|lstext='''πῆμα''': τό, διαμένει ἀμετάβλ. παρὰ τοῖς Δωρ.: λέξ. ποιητ., [[πάθημα]], [[δυστύχημα]], [[ὄλεθρος]], Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., καὶ Τραγ., κατά τε τὸν ἑνικὸν καὶ τὸν πληθ.: κακὸν π. Ὀδ. Ε. 179· π. κακοῖο Γ. 152· π. δύης Ξ. 338· π. τῆς ἄτης Σοφ. Αἴ. 363· π. θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει Ἰλ. Ρ. 688· τοῖσι... [[πῆμα]] κυλίνδεται Ὀδ. Β. 163, πρβλ. Ἰλ. Λ. 347· ἡμῖν πήματα πολλὰ θέσαν Ο. 721· τοι [[πῆμα]] τόδ’ ἤγαγον οὐρανίωνες Ω. 547· πημάτων ἔξω [[πόδα]] ἔχειν Αἰσχύλ. Πρ. 263· πήματα ἐπὶ πήμασι Σοφ. Ἀντ. 593· πῆμ’ ἐπὶ πήματι κεῖται Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. 68. ΙΙ. παρ’ Ὁμ., [[συχνάκις]] ἐπὶ προσώπων, [[ὄλεθρος]], [[πληγή]], ὅς μιν ἔτικτε... [[πῆμα]] γενέσθαι Τρωσὶ Ἰλ. Χ. 421, πρβλ. Γ. 50, 160. Ζ. 282, Σοφ. Ο. Τ. 379.
}}
}}