3,276,318
edits
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρηνίζω''': μέλλ. -ίσω καὶ -ίξω, [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]], [[κατεδαφίζω]], ἐπρήνιξε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν Εὐφορίων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 687. 34, Χρησμ. Σιβυλλ. 4. 59, 106, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 27. ― Παθ., «[[πίπτω]] ἐπὶ κεφαλῆς», «[[κατακέφαλα]]», πρηνιχθεὶς Ἀνθ. Π. 7. 532· πρᾱνιχθῆναι· «τὸ ἐπὶ [[στόμα]] πεσεῖν» Ζωναρ. Λεξ. 1585· «πρηνιχθέντα· ἐπὶ [[πρόσωπον]] καί ἐπὶ [[στόμα]] πεσόντα» Ἡσύχ. | |lstext='''πρηνίζω''': μέλλ. -ίσω καὶ -ίξω, [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]], [[κατεδαφίζω]], ἐπρήνιξε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν Εὐφορίων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 687. 34, Χρησμ. Σιβυλλ. 4. 59, 106, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 27. ― Παθ., «[[πίπτω]] ἐπὶ κεφαλῆς», «[[κατακέφαλα]]», πρηνιχθεὶς Ἀνθ. Π. 7. 532· πρᾱνιχθῆναι· «τὸ ἐπὶ [[στόμα]] πεσεῖν» Ζωναρ. Λεξ. 1585· «πρηνιχθέντα· ἐπὶ [[πρόσωπον]] καί ἐπὶ [[στόμα]] πεσόντα» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=laisser tomber la tête la première, précipiter ; <i>fig.</i> renverser, ruiner, détruire.<br />'''Étymologie:''' [[πρηνής]]. | |||
}} | }} |