Anonymous

πρηνίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρηνίζω''': μέλλ. -ίσω καὶ -ίξω, [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]], [[κατεδαφίζω]], ἐπρήνιξε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν Εὐφορίων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 687. 34, Χρησμ. Σιβυλλ. 4. 59, 106, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 27. ― Παθ., «[[πίπτω]] ἐπὶ κεφαλῆς», «[[κατακέφαλα]]», πρηνιχθεὶς Ἀνθ. Π. 7. 532· πρᾱνιχθῆναι· «τὸ ἐπὶ [[στόμα]] πεσεῖν» Ζωναρ. Λεξ. 1585· «πρηνιχθέντα· ἐπὶ [[πρόσωπον]] καί ἐπὶ [[στόμα]] πεσόντα» Ἡσύχ.
|lstext='''πρηνίζω''': μέλλ. -ίσω καὶ -ίξω, [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]], [[κατεδαφίζω]], ἐπρήνιξε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν Εὐφορίων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 687. 34, Χρησμ. Σιβυλλ. 4. 59, 106, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 27. ― Παθ., «[[πίπτω]] ἐπὶ κεφαλῆς», «[[κατακέφαλα]]», πρηνιχθεὶς Ἀνθ. Π. 7. 532· πρᾱνιχθῆναι· «τὸ ἐπὶ [[στόμα]] πεσεῖν» Ζωναρ. Λεξ. 1585· «πρηνιχθέντα· ἐπὶ [[πρόσωπον]] καί ἐπὶ [[στόμα]] πεσόντα» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=laisser tomber la tête la première, précipiter ; <i>fig.</i> renverser, ruiner, détruire.<br />'''Étymologie:''' [[πρηνής]].
}}
}}