προσεπιλαμβάνω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεπιλαμβάνω''': [[περιλαμβάνω]] μετά τινος ἄλλου, ταινίῃ βραχίονα Ἱππ. π. Ἀγμ. 758· κρατῶ, [[λαμβάνω]], πιάνω [[προσέτι]], κατὰ τὸ γόνυ [[αὐτόθι]] 761. 2) [[λαμβάνω]] ἢ ἀπαιτῶ ἔτι [[μᾶλλον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 7· [[λαμβάνω]] ἢ [[καταλαμβάνω]] [[προσέτι]], Πολύβ. 10. 10, 5, κτλ.· πρ. τὴν ἐποπτείαν Πλουτ. Δημήτρ. 26. ΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] τινός, τῶν χωρίων, τῆς [[τιμῆς]] Διόδ. 19. 9, Πλουτ. Ποπλικ. 20. 2) ἐπιλαμβάνομαι, βοηθῶ εἴς τι [[πρᾶγμα]] [[προσέτι]], προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 5. 44· πρ. τοῦ ἔργου, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὸ [[ἔργον]], Δίων Κ. 75, 6· ἀπολ., Πλάτ. Τίμ. 65D. 3) ἅπτομαι, [[ἀναφέρω]] [[προσέτι]], Παυσ. 3. 6, 9· πρβλ. [[προσλαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]], [[συνεπιλαμβάνομαι]]. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 106, 366.
|lstext='''προσεπιλαμβάνω''': [[περιλαμβάνω]] μετά τινος ἄλλου, ταινίῃ βραχίονα Ἱππ. π. Ἀγμ. 758· κρατῶ, [[λαμβάνω]], πιάνω [[προσέτι]], κατὰ τὸ γόνυ [[αὐτόθι]] 761. 2) [[λαμβάνω]] ἢ ἀπαιτῶ ἔτι [[μᾶλλον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 7· [[λαμβάνω]] ἢ [[καταλαμβάνω]] [[προσέτι]], Πολύβ. 10. 10, 5, κτλ.· πρ. τὴν ἐποπτείαν Πλουτ. Δημήτρ. 26. ΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] τινός, τῶν χωρίων, τῆς [[τιμῆς]] Διόδ. 19. 9, Πλουτ. Ποπλικ. 20. 2) ἐπιλαμβάνομαι, βοηθῶ εἴς τι [[πρᾶγμα]] [[προσέτι]], προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 5. 44· πρ. τοῦ ἔργου, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὸ [[ἔργον]], Δίων Κ. 75, 6· ἀπολ., Πλάτ. Τίμ. 65D. 3) ἅπτομαι, [[ἀναφέρω]] [[προσέτι]], Παυσ. 3. 6, 9· πρβλ. [[προσλαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]], [[συνεπιλαμβάνομαι]]. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 106, 366.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσεπιλήψομαι, <i>ao.2</i> προσεπέλαβον;<br />prendre en outre ; se charger en outre de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσεπιλαμβάνομαι;<br /><b>1</b> recevoir une part de, gén.;<br /><b>2</b> prendre part en outre : τινί τινος prendre part à qch (à une guerre) comme allié <i>ou</i> auxiliaire de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐπιλαμβάνω]].
}}
}}