Anonymous

προσεπιλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
6_2
(13_4)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0761.png Seite 761]] (s. [[λαμβάνω]]), noch dazu nehmen, einnehmen, Pol. 10, 10, 5; – im med. woran Theil nehmen, bei Etwas mithelfen, c. gen. der Sache u. c. dat. der Person, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου, Her. 5, 44, Plat. Tim. 65, d; Plut. Popl. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0761.png Seite 761]] (s. [[λαμβάνω]]), noch dazu nehmen, einnehmen, Pol. 10, 10, 5; – im med. woran Theil nehmen, bei Etwas mithelfen, c. gen. der Sache u. c. dat. der Person, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου, Her. 5, 44, Plat. Tim. 65, d; Plut. Popl. 20.
}}
{{ls
|lstext='''προσεπιλαμβάνω''': [[περιλαμβάνω]] μετά τινος ἄλλου, ταινίῃ βραχίονα Ἱππ. π. Ἀγμ. 758· κρατῶ, [[λαμβάνω]], πιάνω [[προσέτι]], κατὰ τὸ γόνυ [[αὐτόθι]] 761. 2) [[λαμβάνω]] ἢ ἀπαιτῶ ἔτι [[μᾶλλον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 7· [[λαμβάνω]] ἢ [[καταλαμβάνω]] [[προσέτι]], Πολύβ. 10. 10, 5, κτλ.· πρ. τὴν ἐποπτείαν Πλουτ. Δημήτρ. 26. ΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] τινός, τῶν χωρίων, τῆς [[τιμῆς]] Διόδ. 19. 9, Πλουτ. Ποπλικ. 20. 2) ἐπιλαμβάνομαι, βοηθῶ εἴς τι [[πρᾶγμα]] [[προσέτι]], προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 5. 44· πρ. τοῦ ἔργου, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὸ [[ἔργον]], Δίων Κ. 75, 6· ἀπολ., Πλάτ. Τίμ. 65D. 3) ἅπτομαι, [[ἀναφέρω]] [[προσέτι]], Παυσ. 3. 6, 9· πρβλ. [[προσλαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]], [[συνεπιλαμβάνομαι]]. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 106, 366.
}}
}}