πατερίζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰτερίζω''': μέλλ. Ἀττικ. ιῶ, (πατὴρ) [[λέγω]] ἢ καλῶ πατέρα, ὡς τὸ [[παππάζω]], παῦσαι καὶ μὴ πατέριζε Ἀριστοφ. Σφ. 652.
|lstext='''πᾰτερίζω''': μέλλ. Ἀττικ. ιῶ, (πατὴρ) [[λέγω]] ἢ καλῶ πατέρα, ὡς τὸ [[παππάζω]], παῦσαι καὶ μὴ πατέριζε Ἀριστοφ. Σφ. 652.
}}
{{bailly
|btext=appeler son père, dire « papa ! ».<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]].
}}
}}