πατερίζω

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰτερίζω Medium diacritics: πατερίζω Low diacritics: πατερίζω Capitals: ΠΑΤΕΡΙΖΩ
Transliteration A: paterízō Transliteration B: paterizō Transliteration C: paterizo Beta Code: pateri/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ, (πατήρ) say or call father, Ar.V.652.

German (Pape)

[Seite 534] Vater sagen, Vater nennen, Ar. Vesp. 652.

French (Bailly abrégé)

appeler son père, dire « papa ! ».
Étymologie: πατήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατερίζω [πατήρ] vader noemen.

Russian (Dvoretsky)

πᾰτερίζω: называть отцом Arph.

Greek Monolingual

Α
λέγω συχνά τη λέξη «πάτερ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλητ. πάτερ του πατήρ + κατάλ. -ίζω].

Greek Monotonic

πᾰτερίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (πατήρ), λέω ή αποκαλώ κάποιον πατέρα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτερίζω: μέλλ. Ἀττικ. ιῶ, (πατὴρ) λέγω ἢ καλῶ πατέρα, ὡς τὸ παππάζω, παῦσαι καὶ μὴ πατέριζε Ἀριστοφ. Σφ. 652.

Middle Liddell

πᾰτερίζω, πατήρ
to say or call father, Ar.