πλινθεύω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλινθεύω''': ([[πλίνθος]]) [[κατασκευάζω]] τι εἰς πλίνθους, τὴν γῆν Ἡρόδ. 1. 179· ― ἀπολ., [[κατασκευάζω]] πλίνθους, Ἀριστοφ. Νεφ. 1126, Λουκ. π. Θυσιῶν 4, Ἑβδ. (Γεν. ΙΑϳ, 3)· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Θουκ. 2. 78. ΙΙ. [[κτίζω]], [[κατασκευάζω]] διὰ πλίνθων, τείχη Θουκ. 4. 67. ΙΙΙ. [[κατασκευάζω]] τι ἐν εἴδει πλίνθου, πλαίσια Ἀριστοφ. Βάτρ. 800. IV. ἕτεραι ἑρμηνεῖαι παρέχονται τοῦ παθητικοῦ [[παρά]] τινι ἀγνώστῳ συγγραφεῖ, ἴδε Α. Β. 187, Λεξικ. Ρητ. 253, Ἐτυμολ. Μέγ. 367 43, Ἡσύχ., Σουΐδ.
|lstext='''πλινθεύω''': ([[πλίνθος]]) [[κατασκευάζω]] τι εἰς πλίνθους, τὴν γῆν Ἡρόδ. 1. 179· ― ἀπολ., [[κατασκευάζω]] πλίνθους, Ἀριστοφ. Νεφ. 1126, Λουκ. π. Θυσιῶν 4, Ἑβδ. (Γεν. ΙΑϳ, 3)· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Θουκ. 2. 78. ΙΙ. [[κτίζω]], [[κατασκευάζω]] διὰ πλίνθων, τείχη Θουκ. 4. 67. ΙΙΙ. [[κατασκευάζω]] τι ἐν εἴδει πλίνθου, πλαίσια Ἀριστοφ. Βάτρ. 800. IV. ἕτεραι ἑρμηνεῖαι παρέχονται τοῦ παθητικοῦ [[παρά]] τινι ἀγνώστῳ συγγραφεῖ, ἴδε Α. Β. 187, Λεξικ. Ρητ. 253, Ἐτυμολ. Μέγ. 367 43, Ἡσύχ., Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> transformer en briques (de la terre) acc.;<br /><b>2</b> construire en briques, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> πλινθεύομαι cuire des briques pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[πλίνθος]].
}}
}}