Anonymous

πλινθεύω: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> transformer en briques (de la terre) acc.;<br /><b>2</b> construire en briques, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> πλινθεύομαι cuire des briques pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[πλίνθος]].
|btext=<b>1</b> transformer en briques (de la terre) acc.;<br /><b>2</b> construire en briques, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> πλινθεύομαι cuire des briques pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[πλίνθος]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[πλίνθος]]<br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[χώμα]] για την [[κατασκευή]] πλίνθων («ὀρύσσοντες ἅμα τὴν τάφρον ἐπλίνθευον τὴν γῆν ἐκ τοῡ ὀρύγματος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλάθω]] και [[κόβω]] πλίνθους, [[πλινθουργώ]]<br /><b>3.</b> [[οικοδομώ]], [[κατασκευάζω]] [[κτίσμα]] από πλίνθους<br /><b>3.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] σε [[σχήμα]] πλίνθου, επιμήκους τετραγώνου<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>πλινθεύομαι</i><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «πλινθεύεται<br />ἐξαπατᾱται»<br /><b>5.</b> (το θηλ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ [[πλινθευομένη]]<br />ειδική [[φορολογία]] για την [[κατασκευή]] πλίνθων.
}}
}}