ὑπόξηρος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόξηρος''': -ον, ὀλίγον τι [[ξηρός]], [[πτύσμα]], [[γλῶσσα]] Ἱππ. 176Α, 1216Α· ἐν τοῖς ὑπ., δηλ. τόποις, Πλούτ. 2. 915Ε. 2) ὀλίγον [[ἰσχνός]], [[ξηρός]] πως, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος τῶν μὴ κεκαλυμμένων διὰ πολλῶν σαρκῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837, πρβλ. 759D.
|lstext='''ὑπόξηρος''': -ον, ὀλίγον τι [[ξηρός]], [[πτύσμα]], [[γλῶσσα]] Ἱππ. 176Α, 1216Α· ἐν τοῖς ὑπ., δηλ. τόποις, Πλούτ. 2. 915Ε. 2) ὀλίγον [[ἰσχνός]], [[ξηρός]] πως, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος τῶν μὴ κεκαλυμμένων διὰ πολλῶν σαρκῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837, πρβλ. 759D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />un peu sec.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ξηρός]].
}}
}}