3,277,002
edits
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρημᾰτιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χρηματισμόν, εἰς τὴν κτῆσιν χρημάτων, ὁ [[χρηματιστικός]], [[ἄνθρωπος]] ἀσχολούμενος εἰς χρηματισμόν, πορισμὸν χρημάτων, Πλάτ. Πολ. 581C· ἀντίθετον τῷ [[ἀναλωτικός]]. [[αὐτόθι]] 558D· τῷ [[στρατιωτικός]], οἰκήσεις γὰρ, ἔφη, δοκεῖς μοι λέγειν. Ναί, ἧν δ’ ἐγώ, στρατιωτικάς γε, ἀλλ’ οὐ χρηματιστικὸς [[αὐτόθι]] 415Ε, πρβλ. Πλουτ. Κράσσ. 17· χρ. οἱωνός, προμηνύων [[κέρδος]], Ξεν. Ἀν. 6. 1, 23· τὸ χρηματιστικόν, ἡ ἐμπορικὴ [[τάξις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρατιωτικόν, κλπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21· - ἡ χρηματιστική (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κτᾶσθαι χρήματα, [[ἐμπόριον]], Πλάτ. Γοργ. 477Ε, Εὐθύδ. 307Α, κ. ἀλλ.· περὶ τῶν ποικιλιῶν τῆς τέχνης ταύτης, ἴδε Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων καὶ [[κατάλληλος]] εἰς τὴν διεξαγωγὴν δημοσίων ὑποθέσεων, χρ. [[σκηνή]], [[πυλών]], χρησιμεύοντα πρὸς σύσκεψιν ἢ ἀκροάσεις, Πολύβ. 5. 81, 5., 15. 31, 2. ΙΙ. [[χρησμῳδικός]], [[προφητικός]], [[μαντικός]], Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 10· πρβλ. [[χρηματίζω]] Ι. 4. | |lstext='''χρημᾰτιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χρηματισμόν, εἰς τὴν κτῆσιν χρημάτων, ὁ [[χρηματιστικός]], [[ἄνθρωπος]] ἀσχολούμενος εἰς χρηματισμόν, πορισμὸν χρημάτων, Πλάτ. Πολ. 581C· ἀντίθετον τῷ [[ἀναλωτικός]]. [[αὐτόθι]] 558D· τῷ [[στρατιωτικός]], οἰκήσεις γὰρ, ἔφη, δοκεῖς μοι λέγειν. Ναί, ἧν δ’ ἐγώ, στρατιωτικάς γε, ἀλλ’ οὐ χρηματιστικὸς [[αὐτόθι]] 415Ε, πρβλ. Πλουτ. Κράσσ. 17· χρ. οἱωνός, προμηνύων [[κέρδος]], Ξεν. Ἀν. 6. 1, 23· τὸ χρηματιστικόν, ἡ ἐμπορικὴ [[τάξις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρατιωτικόν, κλπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21· - ἡ χρηματιστική (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κτᾶσθαι χρήματα, [[ἐμπόριον]], Πλάτ. Γοργ. 477Ε, Εὐθύδ. 307Α, κ. ἀλλ.· περὶ τῶν ποικιλιῶν τῆς τέχνης ταύτης, ἴδε Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων καὶ [[κατάλληλος]] εἰς τὴν διεξαγωγὴν δημοσίων ὑποθέσεων, χρ. [[σκηνή]], [[πυλών]], χρησιμεύοντα πρὸς σύσκεψιν ἢ ἀκροάσεις, Πολύβ. 5. 81, 5., 15. 31, 2. ΙΙ. [[χρησμῳδικός]], [[προφητικός]], [[μαντικός]], Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 10· πρβλ. [[χρηματίζω]] Ι. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la gestion <i>ou</i> la négociation des affaires ; <i>particul.</i> qui concerne les affaires d’argent.<br />'''Étymologie:''' χρηματίζομαι. | |||
}} | }} |