τεκμηριόω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεκμηριόω''': ἀποδεικνύω διὰ τεκμηρίων, καταδεικνύω [[μετὰ]] βεβαιότητος, Θουκ. 1. 3, Διον. Ἁλ., κλπ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, νὰ ἀποδείξῃ διὰ τεκμηρίων, Θουκ. 1. 9· τοιαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..., τοιαύτην βεβαίαν ἀπόδειξιν παρέσχε περὶ τοῦ ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 104. ― Παθ., ἀποδεικνύομαι, τινι, ἔκ τινος γεγονότος, Δίων Κ. 75. 13. ΙΙ. Μέσ., = [[τεκμαίρομαι]] παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, [[οἷον]] Φίλωνι 2. 505, Ἀπολλων. περὶ Συντάξ. 371Β.
|lstext='''τεκμηριόω''': ἀποδεικνύω διὰ τεκμηρίων, καταδεικνύω [[μετὰ]] βεβαιότητος, Θουκ. 1. 3, Διον. Ἁλ., κλπ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, νὰ ἀποδείξῃ διὰ τεκμηρίων, Θουκ. 1. 9· τοιαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..., τοιαύτην βεβαίαν ἀπόδειξιν παρέσχε περὶ τοῦ ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 104. ― Παθ., ἀποδεικνύομαι, τινι, ἔκ τινος γεγονότος, Δίων Κ. 75. 13. ΙΙ. Μέσ., = [[τεκμαίρομαι]] παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, [[οἷον]] Φίλωνι 2. 505, Ἀπολλων. περὶ Συντάξ. 371Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />donner une preuve, prouver.<br />'''Étymologie:''' [[τεκμήριον]].
}}
}}