πριονοειδής: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρῑονοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς πρίονα, Γαλην. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 147, κτλ.
|lstext='''πρῑονοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς πρίονα, Γαλην. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 147, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />en forme de scie, dentelé.<br />'''Étymologie:''' [[πρίων]], [[εἶδος]].
}}
}}