πρόκλυτος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόκλῠτος''': -ον, ([[κλύω]]) ὁ ἀκουσθεὶς πρότερον, [[περίφημος]] τὸ [[πάλαι]], ἔπεα Ἰλ. Υ. 204. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόκλυτα· τὰ προειρημένα, προηκουσμένα».
|lstext='''πρόκλῠτος''': -ον, ([[κλύω]]) ὁ ἀκουσθεὶς πρότερον, [[περίφημος]] τὸ [[πάλαι]], ἔπεα Ἰλ. Υ. 204. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόκλυτα· τὰ προειρημένα, προηκουσμένα».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />entendu <i>ou</i> connu depuis longtemps.<br />'''Étymologie:''' [[προκλύω]].
}}
}}