πρόκλυτος

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκλῠτος Medium diacritics: πρόκλυτος Low diacritics: πρόκλυτος Capitals: ΠΡΟΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: próklytos Transliteration B: proklytos Transliteration C: proklytos Beta Code: pro/klutos

English (LSJ)

πρόκλυτον, (κλύω) heard formerly, of olden time, ἔπεα Il.20.204.

German (Pape)

[Seite 730] vormals oder in früherer Zeit gehört, ἔπεα, alte Sagen, Il. 20, 204.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entendu ou connu depuis longtemps.
Étymologie: προκλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόκλυτος -ον [πρό, κλύω] al eerder gehoord, oeroud.

Russian (Dvoretsky)

πρόκλῠτος: слышанный прежде, старинный (ἔπεα Hom.).

English (Autenrieth)

(κλύω): heard of old, ancient and celebrated; ἔπεα, Il. 20.204†.

Greek Monolingual

-ον, Α
περίφημος κατά τον παλαιό καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κλυτός «περίφημος, ένδοξος»].

Greek Monotonic

πρόκλῠτος: -ον (κλύω), αυτός που ακούγεται από πριν, ξακουστός από την παλιά εποχή, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκλῠτος: -ον, (κλύω) ὁ ἀκουσθεὶς πρότερον, περίφημος τὸ πάλαι, ἔπεα Ἰλ. Υ. 204. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόκλυτα· τὰ προειρημένα, προηκουσμένα».

Middle Liddell

πρό-κλῠτος, ον, κλύω
heard formerly, of olden time, Il.