3,276,901
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προλοχίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, στήνω ἐνέδραν ἐκ τῶν προτέρων, [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., προλοχίζουσί τινας ἐνέδρας Ἡλιόδ. 6. 13· ― Παθ., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Θουκ. 3. 112. 2) τοπθετῶ ἄνδρας εἰς ἐνέδραν πρότερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 2, 11, Ἰουδ. Πόλ. 1. 2, 2. ΙΙ. [[προκαταλαμβάνω]] [[μέρος]] τι καὶ στήνω [[ἐκεῖ]] ἐνέδρας, πέμπει... τοῦ στρατοῦ [[μέρος]] τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῦντας Θουκ. 3. 110, πρβλ. Πλουτ. Σερτώρ. 13· [[ὡσαύτως]] πρ. τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Θουκ. 2. 81. | |lstext='''προλοχίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, στήνω ἐνέδραν ἐκ τῶν προτέρων, [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., προλοχίζουσί τινας ἐνέδρας Ἡλιόδ. 6. 13· ― Παθ., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Θουκ. 3. 112. 2) τοπθετῶ ἄνδρας εἰς ἐνέδραν πρότερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 2, 11, Ἰουδ. Πόλ. 1. 2, 2. ΙΙ. [[προκαταλαμβάνω]] [[μέρος]] τι καὶ στήνω [[ἐκεῖ]] ἐνέδρας, πέμπει... τοῦ στρατοῦ [[μέρος]] τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῦντας Θουκ. 3. 110, πρβλ. Πλουτ. Σερτώρ. 13· [[ὡσαύτως]] πρ. τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Θουκ. 2. 81. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f. att.</i> προλοχιῶ;<br /><b>1</b> garnir d’embuscades auparavant : [[τὰς]] ὁδούς THC dresser d’avance une embuscade sur une route;<br /><b>2</b> tendre d’avance une embuscade.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λοχίζω]]. | |||
}} | }} |