3,241,556
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι· παρατατ. [[μετὰ]] σημασ. ἀορ. προσκαθεζόμην, παρὰ μεταγεν. [[μετὰ]] παθητ. ἀορ. προσκαθεσθῆναι, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 269, ἴδε καὶ σημ. W. Gunion Rusherford ἐν Νέῳ Φρυνίχῳ σ. 336. ― Ἀποθ. Κάθημαι ἐνώπιον πόλεως, πολιορκῶ, Λατ. obsidere, πόλιν Θουκ. 1. 26· πόλει Πολύβ. 3. 98, 7., 8. 9, 6· ἀπολ., Θουκ. 1. 134· πολιορκίᾳ πρ. ὁ αὐτ. 1. 11, 61, Ξεν., κλπ. 2) [[κάθημαι]] πλησίον, παραφυλάττω, τοῖς πράγμασιν Δημ. 14. 15. | |lstext='''προσκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι· παρατατ. [[μετὰ]] σημασ. ἀορ. προσκαθεζόμην, παρὰ μεταγεν. [[μετὰ]] παθητ. ἀορ. προσκαθεσθῆναι, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 269, ἴδε καὶ σημ. W. Gunion Rusherford ἐν Νέῳ Φρυνίχῳ σ. 336. ― Ἀποθ. Κάθημαι ἐνώπιον πόλεως, πολιορκῶ, Λατ. obsidere, πόλιν Θουκ. 1. 26· πόλει Πολύβ. 3. 98, 7., 8. 9, 6· ἀπολ., Θουκ. 1. 134· πολιορκίᾳ πρ. ὁ αὐτ. 1. 11, 61, Ξεν., κλπ. 2) [[κάθημαι]] πλησίον, παραφυλάττω, τοῖς πράγμασιν Δημ. 14. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>litt.</i> être assis près de, <i>d’où</i><br /><b>1</b> camper près de, assiéger, dat. <i>ou</i> acc.;<br /><b>2</b> être assidu à, persévérer dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], καθέζομαι. | |||
}} | }} |