προσκαθέζομαι

English (LSJ)

A fut. -εδοῦμαι D.1.18, -εσθήσομαι f.l. in Aeschin.3.167: aor. προσκαθεζόμην:—sit down before a town, besiege it, πόλιν Th.1.26; πόλει Plb.8.7.6, cf.3.98.7: abs., Th.1.134; πολιορκία π. ib.ΙΙ, cf.61, X. HG1.5.21, etc.
2 watch carefully, τοῖς πράγμασιν D. l.c.

German (Pape)

[Seite 767] bei sp. Schriftstellern des gemeinen Dialekts mit dem aor. pass. προσκαθεσθῆναι, att. nur aor. προσεκαθεζόμην (s. καθέζομαι), u. fut. προσκαθεδοῦμαι, – dabei sitzen, sich dabei niederlassen; bes. vor einer Stadt lagern, προσκαθεζόμενοι καὶ αὐτοὶ τὴν Πύδναν ἐπολιόρκησαν Thuc. 1, 61, u. öfter; auch πολιορκίᾳ, 1, 11; τὴν πόλιν, 1, 26; Xen. Hell. 1, 8, 21; übtr., sich mit Etwas angelegentlich beschäftigen, τοῖς πράγμασι προσκαθεδεῖται καὶ προσεδρεύσει, Dem. 1, 18; Folgde; τῇ πόλει, die Stadt belagern, Pol. 3, 98, 7, u. öfter, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

litt. être assis près de, d'où
1 camper près de, assiéger, dat. ou acc.;
2 être assidu à, persévérer dans, τινι.
Étymologie: πρός, καθέζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσκαθέζομαι, praes., zie προσκαθίζω, met acc. of dat. bij... gaan zitten; milit. zich opstellen bij, belegeren:. προσκαθεζόμενοι... τὴν Πύδναν ἐπολιόρκησαν zij stelden zich erbij op (bij eerdere belegeraars) en belegerden Pydna Thuc. 1.61.3; πολιορκίᾳ π. belegeren Thuc. 1.11.2; π. τὴν πόλιν de stad belegeren Thuc. 1.26.5. overdr. aandacht schenken aan:. τοῖς πράγμασι de handelingen Dem. 1.18.

Russian (Dvoretsky)

προσκαθέζομαι: (fut. προσκαθεδοῦμαι)
1 сидеть возле, т. е. осаждать (πόλιν Thuc. и πόλει Polyb.): πολιορκίᾳ π. Xen., Thuc. вести осаду;
2 внимательно заниматься, трудиться (τοῖς πράγμασι Dem.).

Greek Monolingual

ΜΑ καθέζομαι
1. κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο
2. κάθομαι στα πόδια δασκάλου
αρχ.
1. σταματώ μπροστά σε μια πόλη, πολιορκώ (α. «προσκαθεζόμενοι δὲ τὴν πόλιν προεῖπον», Θουκ.
β. «τῇ πόλει προσκαθεζόμενοι», Πολ.)
2. παρακολουθώ επιμελώς («προσκαθεδεῖται καὶ προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

προσκαθέζομαι: μέλ. -εδοῦμαι, αόρ. βʹ -καθεζόμην·
1. πολιορκώ μια πόλη, Λατ. obsidere, πόλιν, σε Θουκ.· απόλ., στον ίδ.
2. κάθομαι πλησίον, παρακολουθώ, τοῖς πράγμασιν, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι· παρατατ. μετὰ σημασ. ἀορ. προσκαθεζόμην, παρὰ μεταγεν. μετὰ παθητ. ἀορ. προσκαθεσθῆναι, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 269, ἴδε καὶ σημ. W. Gunion Rusherford ἐν Νέῳ Φρυνίχῳ σ. 336. ― Ἀποθ. Κάθημαι ἐνώπιον πόλεως, πολιορκῶ, Λατ. obsidere, πόλιν Θουκ. 1. 26· πόλει Πολύβ. 3. 98, 7., 8. 9, 6· ἀπολ., Θουκ. 1. 134· πολιορκίᾳ πρ. ὁ αὐτ. 1. 11, 61, Ξεν., κλπ. 2) κάθημαι πλησίον, παραφυλάττω, τοῖς πράγμασιν Δημ. 14. 15.

Middle Liddell

fut. -εδοῦμαι aor2 -καθεζόμην
1. to sit down before a town, besiege it, Lat. obsidere, πόλιν Thuc.; absol., Thuc.
2. to sit by, watch, τοῖς πράγμασιν Dem.

Lexicon Thucydideum

assidere, to sit at, besiege, 1.11.2, 1.26.5, 1.61.3. 1.126.7. 1.134.2. 5.61.4.