ῥαΐζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥᾱΐζω''': Ἰων. [[ῥηίζω]]: μέλλ. -ΐσω· (ῥᾷ, [[ῥᾴων]])· [[γίνομαι]] ἡσυχώτερος, [[μᾶλλον]] [[ἀνεκτός]], ὑποφερτός, ἐπὶ νοσημάτων, Ἱππ. 1034Β, 1139, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ νόσου, Ἱππ. Ἀγμ. 755, Πλάτ. Πολ. 462D, Δημ. 13. 2· ἀναπαύομαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 68 (ἂν καὶ ἡ γραφὴ ποικίλλει)· [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] γεν., ῥ. πόνων, ἀναπαύομαι ἐκ τῶν μόχθων, [[ἡσυχάζω]], [[Μέμνων]] 4· ῥ. ἐκ νόσου, Ἀχιλλ. Τάτ. 4. 16· πρβλ. [[ῥᾴδιος]] ΙΙ. 3. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] ἡσυχώτερον, [[ἀνακουφίζω]] ἀσθένειαν, Ἱππ. Ἀφορ. 1254. Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαΐσαι· τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 262.
|lstext='''ῥᾱΐζω''': Ἰων. [[ῥηίζω]]: μέλλ. -ΐσω· (ῥᾷ, [[ῥᾴων]])· [[γίνομαι]] ἡσυχώτερος, [[μᾶλλον]] [[ἀνεκτός]], ὑποφερτός, ἐπὶ νοσημάτων, Ἱππ. 1034Β, 1139, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ νόσου, Ἱππ. Ἀγμ. 755, Πλάτ. Πολ. 462D, Δημ. 13. 2· ἀναπαύομαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 68 (ἂν καὶ ἡ γραφὴ ποικίλλει)· [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] γεν., ῥ. πόνων, ἀναπαύομαι ἐκ τῶν μόχθων, [[ἡσυχάζω]], [[Μέμνων]] 4· ῥ. ἐκ νόσου, Ἀχιλλ. Τάτ. 4. 16· πρβλ. [[ῥᾴδιος]] ΙΙ. 3. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] ἡσυχώτερον, [[ἀνακουφίζω]] ἀσθένειαν, Ἱππ. Ἀφορ. 1254. Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαΐσαι· τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 262.
}}
{{bailly
|btext=aller mieux, recouvrer ses forces ; <i>p. ext.</i> se reposer.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾴων]].
}}
}}