Anonymous

ῥαΐζω: Difference between revisions

From LSJ
1,001 bytes added ,  29 September 2017
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=aller mieux, recouvrer ses forces ; <i>p. ext.</i> se reposer.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾴων]].
|btext=aller mieux, recouvrer ses forces ; <i>p. ext.</i> se reposer.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾴων]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Ν<br /><b>βλ.</b> [[ραγίζω]].———————— <b>(II)</b><br />ΜΑ, και ιων. τ. [[ῥηΐζω]] Α<br />(το ενεργ<br />και μέσ.) αναπαύομαι από τις έγνοιες και τις φροντίδες, [[ησυχάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ασθένειες) [[γίνομαι]] πιο [[ανεκτός]], [[υποφερτός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αναλαμβάνω]] από [[αρρώστια]], [[γίνομαι]] καλύτερα, [[αναρρώνω]]<br /><b>3.</b> (ως μτβ.) [[ανακουφίζω]] κάποιον από [[αρρώστια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον συγκριτικό βαθμό <i>ῥήϊον</i> / <i>ῥᾴον</i> του επιρρ. <i>ῥᾴ</i> / <i>ῥήα</i> «εύκολα, [[χωρίς]] κόπο» με κατάλ. -<i>ίζω</i>].
}}
}}