3,277,114
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥυθμός''': Ἰων. ῥυσμὸς (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ, IV), ὁ· (ἴδε ἐν λέξ. ῥέω)· - πᾶσα [[ὁμαλῶς]] ἐπαναλαμβανομένη [[κίνησις]] (πᾶς ῥ. ὡρισμένῃ μετρεῖται κινήσει Ἀριστ. Προβλ. 5. 16): Ι. [[κίνησις]] [[ἔμμετρος]], [[χρόνος]], Λατ. numerus, [[εἴτε]] ἐπὶ ἤχου [[εἴτε]] [[καθόλου]] ἐπὶ χρόνου, ἡ τῆς κινήσεως [[τάξις]] Πλάτ. Νόμ. 665Α, πρβλ. 654Α, 672Ε· ὁ ῥ. ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος διενηνεγμένων πρότερον, [[ὕστερον]] δὲ ὁμολογησάντων γέγονε ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 187Β, πρβλ. Κικ. Orator 20 καὶ 51, Σουΐδ. ἐν λέξ.· [[ὅθεν]] ἀντίκειται πρὸς τὰς λέξεις [[μέτρον]] καὶ [[ἁρμονία]], [[διότι]] ὑπάρχει ῥυθμὸς καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὡς ὑπάρχει ἐν τῇ ποιήσει, Ἀριστοφ. Νεφ. 638 κἑξ., Πλάτ. Πολ. 397Β, 398D, 601A, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 4· λόγοι [[μετὰ]] μουσικῆς καὶ ῥυθμῶν πεποιημένοι Ἰσοκρ. 319C· ἐπὶ τῶν εἰδῶν τοῦ ῥυθμοῦ ὅσα οἱ παλαιοὶ διακρίνουσιν, ἴδε Böckh. εἰς Πινδ. 2) ἰδιαίτεραι φράσεις: ἐν ῥυθμῷ, [[μετὰ]] ῥυθμοῦ, ἐπὶ ὀρχήσεως, βαδίσματος, κτλ., τὸ τοῦ Οὐεργιλίου in numerum, ἐν ῥ. βαίνειν Πλάτ. Νόμ. 670Β, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 14, πρβλ. Πολύβ. 4. 20, 6· ὀρχεῖσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 2, 10· ἐν τῷ ῥ. ἀναπνεῖν, ἀναπνεῖν [[ὁμαλῶς]], Ἀριστ. Προβλ. 5. 16, 1· οὕτω, σώζεσθαι ῥ. Αἰσχύλ. Χο. 797· [[μετὰ]] ῥυθμοῦ Θουκ. 5. 70· ῥυθμὸν χορείας [[ὑπάγω]], τηρῶ ῥυθμόν, «κτυπῶ τὸν χρόνον», Ἀριστοφ. Θεσμ. 956· θάττονα ῥυθμὸν [[ἐπάγω]], [[παίζω]] μὲ ταχύτερον «χρόνον», Ξεν. Συμπ. 2. 22· πυρριχίῳ δρόμῳ καὶ ῥυθμῷ Ἡρῳδιαν. 4. 22. ΙΙ. [[μέτρον]], [[συμμετρία]], [[ἀναλογία]] μερῶν ἐν στάσει ὡς καὶ ἐν κινήσει, κατὰ τὸν αὐτὸν ῥ. Πλάτ. 738Ε. ΙΙΙ. [[καθόλου]], [[ἀναλογία]], [[διευθέτησις]], [[τάξις]], ῥυθμῷ τινι Εὐρ. Κύκλ. 398· οὐκ ἀπὸ ῥυσμοῦ, οὐχὶ [[ἄνευ]] λόγου, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 44. 5. IV. ἡ [[κατάστασις]] παντὸς πράγματος, [[οἷον]] ἡ [[κατάστασις]] τῆς ψυχῆς, [[διάθεσις]], Θέογν. 958 ([[ἔνθα]] συνδυάζεται [[μετὰ]] τοῦ ὀργὴ καὶ [[τρόπος]])· οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει Ἀρχίλ. 60· ὅσοι χθονίους ἔχουσι ῥυσμοὺς καὶ χαλεποὺς Ἀνακρ. 78· μένει… χρῆμ’ οὐδὲν ἐν ταὐτῷ ῥ. Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 4. V. τὸ [[σχῆμα]] ἢ ἡ μορφὴ πράγματός τινος, Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 47· ὅτε ὁ Ἀριστ. ταυτίζει τὴν λέξιν [[μετὰ]] τοῦ [[σχῆμα]], Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 11., 7. 2.2, πρβλ Trendelenb. εἰς τὸ περὶ Ψυχῆς σ. 214· μετέβαλον τὸν ῥ. τῶν γραμμάτων, τὴν μορφήν, τὸ [[σχῆμα]] αὐτῶν, Ἡρόδ. 5. 58· [[οἷον]] αἱ Χῖαι κρηπῖδες ῥυθμὸν εἶχον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828· ἐπὶ τοῦ σχήματος ποτηρίου, «[[οὔτε]] τρυβλίῳ [[οὔτε]] [[φιάλη]], μετεῖχε δ’ ἀμφοῖν τοῖν ῥυθμοῖν» Ἄλεξις ἐν «Δροπίδῃ» 1. 4· ἐπὶ θώρακος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 10· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς γεωγραφίας χώρας τινός, Λιβύης ῥυσμὸς πέλει Διον. Π. 271, [[σχῆμα]] δὲ τοι Ἀσίης ῥυσμὸς πέλει ἀμφοτέρων 620, κτλ. VI. ὁ [[τρόπος]] τοῦ σχηματισμοῦ πράγματός τινος, [[Ἕλλην]] ῥ. πέπλων Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 130 τίς ῥ. φόνου; ποίου εἴδους [[φόνος]]; ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 772, πρβλ. Ἱκέτ. 94· ἐν τριγώνοις ῥυθμοῖς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 72. [Παρὰ τοῖς Ἀττικ. καὶ [[μάλιστα]] τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς ῠ [[εἶναι]] οὐχὶ σπάνιον]. | |lstext='''ῥυθμός''': Ἰων. ῥυσμὸς (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ, IV), ὁ· (ἴδε ἐν λέξ. ῥέω)· - πᾶσα [[ὁμαλῶς]] ἐπαναλαμβανομένη [[κίνησις]] (πᾶς ῥ. ὡρισμένῃ μετρεῖται κινήσει Ἀριστ. Προβλ. 5. 16): Ι. [[κίνησις]] [[ἔμμετρος]], [[χρόνος]], Λατ. numerus, [[εἴτε]] ἐπὶ ἤχου [[εἴτε]] [[καθόλου]] ἐπὶ χρόνου, ἡ τῆς κινήσεως [[τάξις]] Πλάτ. Νόμ. 665Α, πρβλ. 654Α, 672Ε· ὁ ῥ. ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος διενηνεγμένων πρότερον, [[ὕστερον]] δὲ ὁμολογησάντων γέγονε ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 187Β, πρβλ. Κικ. Orator 20 καὶ 51, Σουΐδ. ἐν λέξ.· [[ὅθεν]] ἀντίκειται πρὸς τὰς λέξεις [[μέτρον]] καὶ [[ἁρμονία]], [[διότι]] ὑπάρχει ῥυθμὸς καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὡς ὑπάρχει ἐν τῇ ποιήσει, Ἀριστοφ. Νεφ. 638 κἑξ., Πλάτ. Πολ. 397Β, 398D, 601A, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 4· λόγοι [[μετὰ]] μουσικῆς καὶ ῥυθμῶν πεποιημένοι Ἰσοκρ. 319C· ἐπὶ τῶν εἰδῶν τοῦ ῥυθμοῦ ὅσα οἱ παλαιοὶ διακρίνουσιν, ἴδε Böckh. εἰς Πινδ. 2) ἰδιαίτεραι φράσεις: ἐν ῥυθμῷ, [[μετὰ]] ῥυθμοῦ, ἐπὶ ὀρχήσεως, βαδίσματος, κτλ., τὸ τοῦ Οὐεργιλίου in numerum, ἐν ῥ. βαίνειν Πλάτ. Νόμ. 670Β, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 14, πρβλ. Πολύβ. 4. 20, 6· ὀρχεῖσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 2, 10· ἐν τῷ ῥ. ἀναπνεῖν, ἀναπνεῖν [[ὁμαλῶς]], Ἀριστ. Προβλ. 5. 16, 1· οὕτω, σώζεσθαι ῥ. Αἰσχύλ. Χο. 797· [[μετὰ]] ῥυθμοῦ Θουκ. 5. 70· ῥυθμὸν χορείας [[ὑπάγω]], τηρῶ ῥυθμόν, «κτυπῶ τὸν χρόνον», Ἀριστοφ. Θεσμ. 956· θάττονα ῥυθμὸν [[ἐπάγω]], [[παίζω]] μὲ ταχύτερον «χρόνον», Ξεν. Συμπ. 2. 22· πυρριχίῳ δρόμῳ καὶ ῥυθμῷ Ἡρῳδιαν. 4. 22. ΙΙ. [[μέτρον]], [[συμμετρία]], [[ἀναλογία]] μερῶν ἐν στάσει ὡς καὶ ἐν κινήσει, κατὰ τὸν αὐτὸν ῥ. Πλάτ. 738Ε. ΙΙΙ. [[καθόλου]], [[ἀναλογία]], [[διευθέτησις]], [[τάξις]], ῥυθμῷ τινι Εὐρ. Κύκλ. 398· οὐκ ἀπὸ ῥυσμοῦ, οὐχὶ [[ἄνευ]] λόγου, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 44. 5. IV. ἡ [[κατάστασις]] παντὸς πράγματος, [[οἷον]] ἡ [[κατάστασις]] τῆς ψυχῆς, [[διάθεσις]], Θέογν. 958 ([[ἔνθα]] συνδυάζεται [[μετὰ]] τοῦ ὀργὴ καὶ [[τρόπος]])· οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει Ἀρχίλ. 60· ὅσοι χθονίους ἔχουσι ῥυσμοὺς καὶ χαλεποὺς Ἀνακρ. 78· μένει… χρῆμ’ οὐδὲν ἐν ταὐτῷ ῥ. Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 4. V. τὸ [[σχῆμα]] ἢ ἡ μορφὴ πράγματός τινος, Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 47· ὅτε ὁ Ἀριστ. ταυτίζει τὴν λέξιν [[μετὰ]] τοῦ [[σχῆμα]], Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 11., 7. 2.2, πρβλ Trendelenb. εἰς τὸ περὶ Ψυχῆς σ. 214· μετέβαλον τὸν ῥ. τῶν γραμμάτων, τὴν μορφήν, τὸ [[σχῆμα]] αὐτῶν, Ἡρόδ. 5. 58· [[οἷον]] αἱ Χῖαι κρηπῖδες ῥυθμὸν εἶχον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828· ἐπὶ τοῦ σχήματος ποτηρίου, «[[οὔτε]] τρυβλίῳ [[οὔτε]] [[φιάλη]], μετεῖχε δ’ ἀμφοῖν τοῖν ῥυθμοῖν» Ἄλεξις ἐν «Δροπίδῃ» 1. 4· ἐπὶ θώρακος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 10· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς γεωγραφίας χώρας τινός, Λιβύης ῥυσμὸς πέλει Διον. Π. 271, [[σχῆμα]] δὲ τοι Ἀσίης ῥυσμὸς πέλει ἀμφοτέρων 620, κτλ. VI. ὁ [[τρόπος]] τοῦ σχηματισμοῦ πράγματός τινος, [[Ἕλλην]] ῥ. πέπλων Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 130 τίς ῥ. φόνου; ποίου εἴδους [[φόνος]]; ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 772, πρβλ. Ἱκέτ. 94· ἐν τριγώνοις ῥυθμοῖς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 72. [Παρὰ τοῖς Ἀττικ. καὶ [[μάλιστα]] τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς ῠ [[εἶναι]] οὐχὶ σπάνιον]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> mouvement réglé et mesuré, <i>d’où</i><br /><b>1</b> mesure, cadence, rythme : [[ἐν]] ῥυθμῷ XÉN, μετὰ ῥυθμοῦ THC en mesure, en cadence ; <i>particul.</i> harmonie d’une période, nombre oratoire;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> proportions régulières, ordonnance symétrique, juste mesure;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> manière d’être, <i>d’où</i><br /><b>1</b> forme d’une chose (d’un caractère d’écriture, d’un plat, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> caractère, nature.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέω]]. | |||
}} | }} |