ῥυμουλκέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῡμουλκέω''': (ῥῦμα Ι. 2, [[ἕλκω]]) ὡς καὶ νῦν, [[ἕλκω]] διὰ σχοινίου, [[σύρω]] κατόπιν μου, Λατ. remulcare ἢ remulco agere, ναῦν Πολύβ. 1. 27, 9, Στράβ. 233, κτλ.
|lstext='''ῥῡμουλκέω''': (ῥῦμα Ι. 2, [[ἕλκω]]) ὡς καὶ νῦν, [[ἕλκω]] διὰ σχοινίου, [[σύρω]] κατόπιν μου, Λατ. remulcare ἢ remulco agere, ναῦν Πολύβ. 1. 27, 9, Στράβ. 233, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tirer avec un câble, remorquer.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῦμα]], [[ὁλκός]].
}}
}}