σίαλον: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σίᾰλον''': ἢ σίελον, τό, (πρβλ. [[ὕαλος]], [[ὕελος]], πτύαλος, πτύελον)· ― «σάλιο», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 3, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54· σιάλῳ [[παιδία]] παραλείφειν Δημόκρ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 3. 4, 3· ― ἐν Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Μ΄, 15) σίελον ἐκ διορθώσεως ΙΙ. [[ὡσαύτως]] = [[μύξα]], [[κόρυζα]], Ἱππ. 251. 36· πρβλ. [[σαλός]] (ἐπίθετ.). ― (Πρβλ. Λατ. saliva· Ἀρχ. Σκανδιν., Ἀγγλο-Σαξον., καὶ Ἀρχ. Γερμαν. slim· Σλαυ. slina· ― ὁ Κούρτ. ἀναφέρει καὶ τὸ [[σίαλος]] εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· ― πρβλ. καὶ τὸ [[σιγαλόεις]]).
|lstext='''σίᾰλον''': ἢ σίελον, τό, (πρβλ. [[ὕαλος]], [[ὕελος]], πτύαλος, πτύελον)· ― «σάλιο», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 3, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54· σιάλῳ [[παιδία]] παραλείφειν Δημόκρ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 3. 4, 3· ― ἐν Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Μ΄, 15) σίελον ἐκ διορθώσεως ΙΙ. [[ὡσαύτως]] = [[μύξα]], [[κόρυζα]], Ἱππ. 251. 36· πρβλ. [[σαλός]] (ἐπίθετ.). ― (Πρβλ. Λατ. saliva· Ἀρχ. Σκανδιν., Ἀγγλο-Σαξον., καὶ Ἀρχ. Γερμαν. slim· Σλαυ. slina· ― ὁ Κούρτ. ἀναφέρει καὶ τὸ [[σίαλος]] εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· ― πρβλ. καὶ τὸ [[σιγαλόεις]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />salive, bave.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σίαλος]].
}}
}}