σκνίπτω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκνίπτω''': «τσυμπῶ», [[κνίζω]], «[[νύσσω]]» Ἡσύχ. (Συγγενὲς τῷ [[σκνίψ]]). Ὁ [[τύπος]] [[σκηνίπτω]] ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡσυχ. = [[διαφθείρω]], κτλ.).
|lstext='''σκνίπτω''': «τσυμπῶ», [[κνίζω]], «[[νύσσω]]» Ἡσύχ. (Συγγενὲς τῷ [[σκνίψ]]). Ὁ [[τύπος]] [[σκηνίπτω]] ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡσυχ. = [[διαφθείρω]], κτλ.).
}}
{{bailly
|btext== [[νύσσω]], [[καινοτομέω]] HSCH.
}}
}}