σκνίπτω
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
English (LSJ)
pinch, nip, Hsch. (Akin to σκνίψ; cf. σκηνίπτω.)
German (Pape)
[Seite 901] kneipen, zwicken, zwacken, Hesych. νύσσω, übertr., abzwacken, knickern, knausern, scharren u. schaben, d. i. kleinlich geizen, vgl. σκνίψ, κνίψ, κνάω; die Gramm. haben auch die Formen σκενίπτω u. σκηνίπτω.
French (Bailly abrégé)
= νύσσω, καινοτομέω HSCH.
Greek (Liddell-Scott)
σκνίπτω: «τσυμπῶ», κνίζω, «νύσσω» Ἡσύχ. (Συγγενὲς τῷ σκνίψ). Ὁ τύπος σκηνίπτω ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρ’ Ἡσυχ. = διαφθείρω, κτλ.).