3,273,803
edits
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκορπίζω''': μέλλ. -ίσω, [[διασκορπίζω]], [[διαχέω]], ἀπομακρύνω, ἀκριβῶς ὡς τὸ [[σκεδάννυμι]], Ἰων. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ τῷ Ἑκαταίῳ (Ἀποσπ. 371), πρβλ. Φρύνιχ. 218, Λοβέκ.· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Στράβ. 198, Ἑβδ. καὶ Καιν. Διαθ. | |lstext='''σκορπίζω''': μέλλ. -ίσω, [[διασκορπίζω]], [[διαχέω]], ἀπομακρύνω, ἀκριβῶς ὡς τὸ [[σκεδάννυμι]], Ἰων. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ τῷ Ἑκαταίῳ (Ἀποσπ. 371), πρβλ. Φρύνιχ. 218, Λοβέκ.· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Στράβ. 198, Ἑβδ. καὶ Καιν. Διαθ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. Pass. inf.</i> σκορπισθῆναι;<br />disperser comme avec l’engin [[σκορπίος]]. | |||
}} | }} |