Anonymous

σκορπίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκορπίζω''': μέλλ. -ίσω, [[διασκορπίζω]], [[διαχέω]], ἀπομακρύνω, ἀκριβῶς ὡς τὸ [[σκεδάννυμι]], Ἰων. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ τῷ Ἑκαταίῳ (Ἀποσπ. 371), πρβλ. Φρύνιχ. 218, Λοβέκ.· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Στράβ. 198, Ἑβδ. καὶ Καιν. Διαθ.
|lstext='''σκορπίζω''': μέλλ. -ίσω, [[διασκορπίζω]], [[διαχέω]], ἀπομακρύνω, ἀκριβῶς ὡς τὸ [[σκεδάννυμι]], Ἰων. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ τῷ Ἑκαταίῳ (Ἀποσπ. 371), πρβλ. Φρύνιχ. 218, Λοβέκ.· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Στράβ. 198, Ἑβδ. καὶ Καιν. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. Pass. inf.</i> σκορπισθῆναι;<br />disperser comme avec l’engin [[σκορπίος]].
}}
}}