3,273,327
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στάθμη''': ἡ, (ἴδε σταθερὸς ἐν τέλ.)· ― τὸ [[σχοινίον]] τοῦ τέκτονος ἢ [[κανών]], μὲ τὸ ὁποῖον μετροῦν ἢ σημαδεύουν οἱ κτίσται καὶ ξυλουργοί, «στάφνη», Λατ. amussis, [[ξέσσε]] δ’ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν [δοῦρα] Ὀδ. Ε. 245, πρβλ. Ρ. 341, Φ. 44, Ψ. 197· οὕτω, τάφρον ἐπὶ στ. ἰθ. Φ. 121· [[ὡσαύτως]], [[στάθμη]] [[δόρυ]] νήιον ἐξιθύνει Ἰλ. Ο. 410· τόρνου καὶ στάθμης καὶ γνώμονος ... εὐθύτερον Θέογν. 805· ἐπὶ στ. [[θεῖναι]] μίαν, ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἐπιπέδου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 20· ― [[κυρίως]] [[στάθμη]] ἦτο [[σχοινίον]] [[λεπτὸν]] ἐπαληλιμμένον διὰ κιμωλίας γῆς ἢ ἐρυθρᾶς ὤχρας, Λατιν. linea rubricatα, πρὸς σημείωσιν εὐθείας γραμμῆς χρησιμεῦον, καὶ ῥητῶς διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κανόνος παρὰ Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 56Β, Ξεν. Ἀγησ. 10, 2, Πλούτ., κλπ.· [[ἐντεῦθεν]] παροιμιωδῶς, τοῖς μὲν λόγοις τοῖς σοῖσιν οὐ [[τεκμαίρομαι]], οὐ [[μᾶλλον]] ἢ λευκῷ λίθῳ λευκὴ [[στάθμη]]. ἥτις, ἐννοεῖται, οὐδὲν ἀφίνει [[σημεῖον]]. Σοφ. Ἀποσπ. 307· [[οὕτως]] ἐλλειπτικῶς, ἀτεχνῶς λευκὴ [[στάθμη]] [[εἰμὶ]] πρὸς τοὺς καλοὺς Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 513F. 2) [[ὡσαύτως]] παροιμ., παρὰ στάθμην, πλησίον τοῦ κανόνος, Λατ. ad amussim, [[εἶμι]] παρὰ στ. ὀρθὴν ὁδὸν Θέογν. 939, πρβλ. 543· τέκτονος παρὰ στ. ἰόντος Σοφ. Ἀποσπ. 421· (ἀλλὰ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1045, παρὰ στ. φαίνεται ὅτι σημαίνει πλησίον ἢ [[πέραν]] τῆς γραμμῆς, [[πέραν]] τοῦ μέτρου)· [[ὡσαύτως]], κατὰ στάθμην ἵστασθαι Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 929C· κατὰ στ. νοεῖν, [[εἰκάζω]] ὀρθῶς, Θεόκρ. 25. 194· ὡς ἀπὸ στάθμης Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23· στάθμῃ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11· πρὸς στάθμῃ τίθεσθαι Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 75F· - στάθμα πατρῴα, τὸ [[μέτρον]] [τῆς εὐσεβείας, τοῦ σεβασμοῦ] πρὸς τὸν πατέρα του, Πινδ. Π. 6. 45· - περὶ τοῦ ἐν Πινδ. Π. 2. 166, ἴδε ἐν λ. [[ἕλκω]] Β. 3. ΙΙ. τὸ [[σχοινίον]] τῶν κτιστῶν τὸ ἔχον βάρος τι εἰς τὸ [[ἄκρον]] του πρὸς καθορισμὸν τῆς καθέτου, «στάφνη», μολιβαχθὴς Ἀνθ. Π. 6. 103· κατὰ στάθμην φέρεσθαι, [[καταβαίνω]] καθέτως, Ἀριστ. π. Ορ. 2. 14, 6. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[γραμμή]], ἡ γραμμὴ ἡ περιορίζουσα τὸν ἀγῶνα τοῦ δρόμου, τὸ [[τέρμα]], Λατ. meta, πρὸς στάθμαν [[δραμεῖν]], μεταφορ., ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, Πινδ. Ν. 6. 13· οὕτω, παρ’ οἵαν ἥκομεν στ. βίου Εὐρ. Ἴων 1514· - [[ὡσαύτως]], τὸ [[σημεῖον]] τῆς ἀναχωρήσεως, Λατ. arceres, στάθμης ὁρμηθέντες ἀπόσσυτοι Ὀππ. Ἁλ. 4. 102. IV. μεταφορ., [[κανών]], [[νόμος]], ὑπὸ στάθμᾳ νέμεσθαι Πινδ. Ἀποσπ. 4. 5· Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις, κατὰ τοὺς νόμους τῆς Δωρικῆς κυβερνήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 120, πρβλ. Ἀποσπ. 4. 4. V. δοράτων στάθμαι, τὰ [[ὄπισθεν]] [[ἄκρα]], οἱ οὐρίαχοι, ἄλλως σαυρωτῆρες, Διόδ. 17. 35. | |lstext='''στάθμη''': ἡ, (ἴδε σταθερὸς ἐν τέλ.)· ― τὸ [[σχοινίον]] τοῦ τέκτονος ἢ [[κανών]], μὲ τὸ ὁποῖον μετροῦν ἢ σημαδεύουν οἱ κτίσται καὶ ξυλουργοί, «στάφνη», Λατ. amussis, [[ξέσσε]] δ’ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν [δοῦρα] Ὀδ. Ε. 245, πρβλ. Ρ. 341, Φ. 44, Ψ. 197· οὕτω, τάφρον ἐπὶ στ. ἰθ. Φ. 121· [[ὡσαύτως]], [[στάθμη]] [[δόρυ]] νήιον ἐξιθύνει Ἰλ. Ο. 410· τόρνου καὶ στάθμης καὶ γνώμονος ... εὐθύτερον Θέογν. 805· ἐπὶ στ. [[θεῖναι]] μίαν, ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἐπιπέδου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 20· ― [[κυρίως]] [[στάθμη]] ἦτο [[σχοινίον]] [[λεπτὸν]] ἐπαληλιμμένον διὰ κιμωλίας γῆς ἢ ἐρυθρᾶς ὤχρας, Λατιν. linea rubricatα, πρὸς σημείωσιν εὐθείας γραμμῆς χρησιμεῦον, καὶ ῥητῶς διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κανόνος παρὰ Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 56Β, Ξεν. Ἀγησ. 10, 2, Πλούτ., κλπ.· [[ἐντεῦθεν]] παροιμιωδῶς, τοῖς μὲν λόγοις τοῖς σοῖσιν οὐ [[τεκμαίρομαι]], οὐ [[μᾶλλον]] ἢ λευκῷ λίθῳ λευκὴ [[στάθμη]]. ἥτις, ἐννοεῖται, οὐδὲν ἀφίνει [[σημεῖον]]. Σοφ. Ἀποσπ. 307· [[οὕτως]] ἐλλειπτικῶς, ἀτεχνῶς λευκὴ [[στάθμη]] [[εἰμὶ]] πρὸς τοὺς καλοὺς Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 513F. 2) [[ὡσαύτως]] παροιμ., παρὰ στάθμην, πλησίον τοῦ κανόνος, Λατ. ad amussim, [[εἶμι]] παρὰ στ. ὀρθὴν ὁδὸν Θέογν. 939, πρβλ. 543· τέκτονος παρὰ στ. ἰόντος Σοφ. Ἀποσπ. 421· (ἀλλὰ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1045, παρὰ στ. φαίνεται ὅτι σημαίνει πλησίον ἢ [[πέραν]] τῆς γραμμῆς, [[πέραν]] τοῦ μέτρου)· [[ὡσαύτως]], κατὰ στάθμην ἵστασθαι Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 929C· κατὰ στ. νοεῖν, [[εἰκάζω]] ὀρθῶς, Θεόκρ. 25. 194· ὡς ἀπὸ στάθμης Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23· στάθμῃ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11· πρὸς στάθμῃ τίθεσθαι Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 75F· - στάθμα πατρῴα, τὸ [[μέτρον]] [τῆς εὐσεβείας, τοῦ σεβασμοῦ] πρὸς τὸν πατέρα του, Πινδ. Π. 6. 45· - περὶ τοῦ ἐν Πινδ. Π. 2. 166, ἴδε ἐν λ. [[ἕλκω]] Β. 3. ΙΙ. τὸ [[σχοινίον]] τῶν κτιστῶν τὸ ἔχον βάρος τι εἰς τὸ [[ἄκρον]] του πρὸς καθορισμὸν τῆς καθέτου, «στάφνη», μολιβαχθὴς Ἀνθ. Π. 6. 103· κατὰ στάθμην φέρεσθαι, [[καταβαίνω]] καθέτως, Ἀριστ. π. Ορ. 2. 14, 6. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[γραμμή]], ἡ γραμμὴ ἡ περιορίζουσα τὸν ἀγῶνα τοῦ δρόμου, τὸ [[τέρμα]], Λατ. meta, πρὸς στάθμαν [[δραμεῖν]], μεταφορ., ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, Πινδ. Ν. 6. 13· οὕτω, παρ’ οἵαν ἥκομεν στ. βίου Εὐρ. Ἴων 1514· - [[ὡσαύτως]], τὸ [[σημεῖον]] τῆς ἀναχωρήσεως, Λατ. arceres, στάθμης ὁρμηθέντες ἀπόσσυτοι Ὀππ. Ἁλ. 4. 102. IV. μεταφορ., [[κανών]], [[νόμος]], ὑπὸ στάθμᾳ νέμεσθαι Πινδ. Ἀποσπ. 4. 5· Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις, κατὰ τοὺς νόμους τῆς Δωρικῆς κυβερνήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 120, πρβλ. Ἀποσπ. 4. 4. V. δοράτων στάθμαι, τὰ [[ὄπισθεν]] [[ἄκρα]], οἱ οὐρίαχοι, ἄλλως σαυρωτῆρες, Διόδ. 17. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> règle <i>ou</i> cordeau dont se servent les ouvriers ; but : παρὰ στάθμην contre la règle, contre la bienséance;<br /><b>2</b> plomb à niveau ; κατὰ στάθμην ἵστασθαι PLUT poser d’aplomb, dans la direction du fil à plomb.<br />'''Étymologie:''' [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} |