στασιωτικός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾰσιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, [[στασιαστικός]], κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15.
|lstext='''στᾰσιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, [[στασιαστικός]], κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />séditieux ; τὸ στασιωτικόν THC caractère d’une sédition.<br />'''Étymologie:''' [[στασιώτης]].
}}
}}