3,276,318
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰσιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, [[στασιαστικός]], κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15. | |lstext='''στᾰσιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, [[στασιαστικός]], κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />séditieux ; τὸ στασιωτικόν THC caractère d’une sédition.<br />'''Étymologie:''' [[στασιώτης]]. | |||
}} | }} |