σπατίλη: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπᾰτίλη''': [ῑ], ἡ, [[λεπτὸν]] [[ἀποπάτημα]], ὡς ἐν διαρροίᾳ, «τσίρλα», Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· [[καθόλου]], [[κόπρος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 48. ΙΙ. ([[σπάτος]]) ἀποξύσματα, ἀποκοψίδια τῶν δερμάτων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὠσαύτως πατίλη Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 303· παστίλη Ἀρκάδ. 109, Θεογνώστ. Κανόν. 111. 10. - Καθ’ Ἡσύχ. «τὸ ὑγρὸν [[διαχώρημα]]».
|lstext='''σπᾰτίλη''': [ῑ], ἡ, [[λεπτὸν]] [[ἀποπάτημα]], ὡς ἐν διαρροίᾳ, «τσίρλα», Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· [[καθόλου]], [[κόπρος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 48. ΙΙ. ([[σπάτος]]) ἀποξύσματα, ἀποκοψίδια τῶν δερμάτων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὠσαύτως πατίλη Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 303· παστίλη Ἀρκάδ. 109, Θεογνώστ. Κανόν. 111. 10. - Καθ’ Ἡσύχ. «τὸ ὑγρὸν [[διαχώρημα]]».
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />excrément liquide ; <i>particul.</i> excrément de l’homme.<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]].
}}
}}