3,258,297
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπᾰτίλη''': [ῑ], ἡ, [[λεπτὸν]] [[ἀποπάτημα]], ὡς ἐν διαρροίᾳ, «τσίρλα», Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· [[καθόλου]], [[κόπρος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 48. ΙΙ. ([[σπάτος]]) ἀποξύσματα, ἀποκοψίδια τῶν δερμάτων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὠσαύτως πατίλη Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 303· παστίλη Ἀρκάδ. 109, Θεογνώστ. Κανόν. 111. 10. - Καθ’ Ἡσύχ. «τὸ ὑγρὸν [[διαχώρημα]]». | |lstext='''σπᾰτίλη''': [ῑ], ἡ, [[λεπτὸν]] [[ἀποπάτημα]], ὡς ἐν διαρροίᾳ, «τσίρλα», Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· [[καθόλου]], [[κόπρος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 48. ΙΙ. ([[σπάτος]]) ἀποξύσματα, ἀποκοψίδια τῶν δερμάτων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὠσαύτως πατίλη Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 303· παστίλη Ἀρκάδ. 109, Θεογνώστ. Κανόν. 111. 10. - Καθ’ Ἡσύχ. «τὸ ὑγρὸν [[διαχώρημα]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />excrément liquide ; <i>particul.</i> excrément de l’homme.<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]]. | |||
}} | }} |