σκευαγωγέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκευᾰγωγέω''': [[συνάγω]] καὶ δένω [[ὁμοῦ]] καὶ [[μετακομίζω]] σκεύη, ἐκ τῶν ἀγρῶν σκ., [[συνάγω]] τὰ σκεύη μου ἐκ τῶν ἀγρῶν καὶ τὰ [[μεταφέρω]] εἰς τὴν πόλιν, Δημ. 37. 21, Αἰσχίν. 46. 28., 65. 10. - Μέσ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 631.
|lstext='''σκευᾰγωγέω''': [[συνάγω]] καὶ δένω [[ὁμοῦ]] καὶ [[μετακομίζω]] σκεύη, ἐκ τῶν ἀγρῶν σκ., [[συνάγω]] τὰ σκεύη μου ἐκ τῶν ἀγρῶν καὶ τὰ [[μεταφέρω]] εἰς τὴν πόλιν, Δημ. 37. 21, Αἰσχίν. 46. 28., 65. 10. - Μέσ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 631.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />plier bagage ; s’en aller, émigrer.<br />'''Étymologie:''' [[σκευαγωγός]].
}}
}}