σκευαγωγέω
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
(σκεῦος) pack up and carry away goods, ἐκ τῶν ἀγρῶν σ. pack up one's chattels and remove into the city, Aeschin.2.139, 3.80, D.18.36:—Med., Sch.Ar.Pax631.
German (Pape)
[Seite 893] das Gerät zusammenpacken und forttragen; ἐκ τῶν ἀγρῶν σκευαγωγεῖν, das Gerät vom Lande zusammenpacken u. wegschaffen, Aesch. 2, 139; Dem. 18, 36; Arr. An. 1, 10, 4.
French (Bailly abrégé)
σκευαγωγῶ :
plier bagage ; s'en aller, émigrer.
Étymologie: σκευαγωγός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκευαγωγέω [σκευαγωγός] spullen vervoeren, zijn inboedel in veiligheid brengen. Dem. 18.36.
Russian (Dvoretsky)
σκευᾰγωγέω: перевозить домашние вещи, переселяться, переезжать (ἐκ τῶν ἀγρῶν Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
σκευᾰγωγέω: συνάγω καὶ δένω ὁμοῦ καὶ μετακομίζω σκεύη, ἐκ τῶν ἀγρῶν σκ., συνάγω τὰ σκεύη μου ἐκ τῶν ἀγρῶν καὶ τὰ μεταφέρω εἰς τὴν πόλιν, Δημ. 37. 21, Αἰσχίν. 46. 28., 65. 10. - Μέσ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 631.
Greek Monotonic
σκευᾰγωγέω: μέλ. -ήσω, συμμαζεύω και μεταφέρω τα αγαθά και την κινητή περιουσία μου, σε Δημ., Αισχίν.
Middle Liddell
σκευᾰγωγέω, fut. -ήσω
to carry away goods and chattels, Dem., Aeschin. [from σκευᾰγωγός]