3,274,216
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥάκος''': [ᾰ], εος, τό, [[ἔνδυμα]] ἐσχισμένον καὶ ἐφθαρμένον, [[ῥάκος]] ἀμφιβαλέσθαι Ὀδ. Ζ. 178, πρβλ. Ν. 434, Ξ. 342, 349· ἀνθ’ ἱματίου μὲν ἔχειν [[ῥάκος]] Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 540· [[ῥάκος]] φορεῖ Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 53· ― [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ. ῥάκεα, Ἀττ. ῥάκη, ἐφθαρμένα καὶ ἐσχισμένα ἐνδύματα, «κουρέλια», Ὀδ. Ξ. 512, Σ. 67, 74, Τ. 507, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 129, Σοφ. Φιλ. 39, 274· ([[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ἰλ.). 2) [[καθόλου]], λωρὶς ἢ [[ταινία]] ὑφάσματος, ῥάκεα φοινίκεα Ἡρόδ. 7. 76· ἔτι δὲ καὶ λωρὶς σαρκός, [[τεμάχιον]] ἀπεσπασμένον, σώματος ῥ Αἰσχύλ. Πρ. 1023. 3) περιληπτικῶς, [[τεμάχιον]] παλαιοῦ ὑφάσματος, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 472. 30, Διοσκ. κλ. ΙΙ ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], ῥυτίδες τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1065. ΙΙΙ. μεταφορ., [[ῥάκος]], [[λείψανον]], ὑπόλοιπον, εἰκάσαι τὸ [[ἐρείπιον]] ῥάκει οἰκίας Ἀνώνυμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 3. 11, 13· ἐπὶ γέροντος ναύτου, ἁλίοιο βίου [[ῥάκος]] Ἀνθ. Π. 9. 242, πρβλ. 7, 380, Λουκ. Τίμ. 32. ― Ὁ Αἰολ. [[τύπος]] [[βράκος]] (ὃ ἴδε) δὲν ἔχει τὴν περιφρονητικὴν σημασίαν. (Ὁ Αἰολ. [[οὗτος]] [[τύπος]] ὡς καὶ ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως ὑποδεικύουσιν ἐτυμολογίαν ἐκ τῆς ϜΡΑΓ (ἴδε [[ῥήγνυμι]])· ἀλλ’ ἡ ἐναλλαγὴ τοῦ γ καὶ κ δὲν [[εἶναι]] [[ἀναμφισβητήσιμος]]· ὁ δὲ Κούρτ. προτιμᾷ νὰ ἀναφέρῃ τὴν λέξιν [[ῥάκος]] εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὰς λέξεις [[λάκος]], [[λακίς]], lacero, lacerna, πρβλ. Σανσκρ. vra←ќ (scindere) Ἀλλ’ [[ὅμως]] ἡ [[χρῆσις]] τοῦ ῥακόομαι, [[ῥάκωσις]], παραβαλλομένου πρὸς τὸ Λατ. ruga (vruga), Ἀγγλο-Σαξον. wrinc-le, διακιολογεῖ [[μᾶλλον]] τὴν παλαιὰν ἐτυμολογίαν). | |lstext='''ῥάκος''': [ᾰ], εος, τό, [[ἔνδυμα]] ἐσχισμένον καὶ ἐφθαρμένον, [[ῥάκος]] ἀμφιβαλέσθαι Ὀδ. Ζ. 178, πρβλ. Ν. 434, Ξ. 342, 349· ἀνθ’ ἱματίου μὲν ἔχειν [[ῥάκος]] Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 540· [[ῥάκος]] φορεῖ Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 53· ― [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ. ῥάκεα, Ἀττ. ῥάκη, ἐφθαρμένα καὶ ἐσχισμένα ἐνδύματα, «κουρέλια», Ὀδ. Ξ. 512, Σ. 67, 74, Τ. 507, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 129, Σοφ. Φιλ. 39, 274· ([[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ἰλ.). 2) [[καθόλου]], λωρὶς ἢ [[ταινία]] ὑφάσματος, ῥάκεα φοινίκεα Ἡρόδ. 7. 76· ἔτι δὲ καὶ λωρὶς σαρκός, [[τεμάχιον]] ἀπεσπασμένον, σώματος ῥ Αἰσχύλ. Πρ. 1023. 3) περιληπτικῶς, [[τεμάχιον]] παλαιοῦ ὑφάσματος, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 472. 30, Διοσκ. κλ. ΙΙ ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], ῥυτίδες τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1065. ΙΙΙ. μεταφορ., [[ῥάκος]], [[λείψανον]], ὑπόλοιπον, εἰκάσαι τὸ [[ἐρείπιον]] ῥάκει οἰκίας Ἀνώνυμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 3. 11, 13· ἐπὶ γέροντος ναύτου, ἁλίοιο βίου [[ῥάκος]] Ἀνθ. Π. 9. 242, πρβλ. 7, 380, Λουκ. Τίμ. 32. ― Ὁ Αἰολ. [[τύπος]] [[βράκος]] (ὃ ἴδε) δὲν ἔχει τὴν περιφρονητικὴν σημασίαν. (Ὁ Αἰολ. [[οὗτος]] [[τύπος]] ὡς καὶ ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως ὑποδεικύουσιν ἐτυμολογίαν ἐκ τῆς ϜΡΑΓ (ἴδε [[ῥήγνυμι]])· ἀλλ’ ἡ ἐναλλαγὴ τοῦ γ καὶ κ δὲν [[εἶναι]] [[ἀναμφισβητήσιμος]]· ὁ δὲ Κούρτ. προτιμᾷ νὰ ἀναφέρῃ τὴν λέξιν [[ῥάκος]] εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὰς λέξεις [[λάκος]], [[λακίς]], lacero, lacerna, πρβλ. Σανσκρ. vra←ќ (scindere) Ἀλλ’ [[ὅμως]] ἡ [[χρῆσις]] τοῦ ῥακόομαι, [[ῥάκωσις]], παραβαλλομένου πρὸς τὸ Λατ. ruga (vruga), Ἀγγλο-Σαξον. wrinc-le, διακιολογεῖ [[μᾶλλον]] τὴν παλαιὰν ἐτυμολογίαν). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> morceau d’étoffe déchiré, haillon, loque ; <i>en gén.</i> morceau d’étoffe, lambeau ; <i>p. anal.</i> lambeau de chair;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> débris, ruines (d’une maison) ; <i>fig. en parl. de pers.</i><br /><b>3</b> ride.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[λακίς]], de la R. Λακ déchirer ; cf. <i>lat.</i> lacero. | |||
}} | }} |