ῥάκος

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰ́κος Medium diacritics: ῥάκος Low diacritics: ράκος Capitals: ΡΑΚΟΣ
Transliteration A: rhákos Transliteration B: rhakos Transliteration C: rakos Beta Code: r(a/kos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό,
A ragged garment, tattered garment, δὸς ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι = give me a rag to put on Od. 6.178, cf. 13.434, 14.342,349 (never in Il.); ἀνθ' ἱματίου μὲν ἔχειν ῥάκος = have a rag for a cloak Ar.Pl.540; ῥ. φορεῖ Antiph.204.6, PPetr.3p.115 (iii B.C.), cf. Philem. 146: freq. in plural ῥάκεα, Att. ῥάκη, rags, tatters, Od.14.512, 18.67,74, 19.507,al., Hdt.3.129, S.Ph.39,274; ἐν ῥάκεσι περιφθείρεσθαι Isoc.Ep. 9.10.
2 generally, strip of cloth, ῥάκεα φοινίκεα Hdt.7.76, cf. Ev.Matt.9.16, Arr.Tact.35.3: even a strip of flesh, σώματος ῥάκος A.Pr. 1023.
3 collectively, rag, lint, Hp.Morb.2.36; ῥάκη λινᾶ Dsc.5.75.15.
II in plural also, rents in the face, wrinkles, Ar.Pl.1065.
III metaph., rag, remnant, εἰκάσαι τὸ ἐρείπιον ῥάκει οἰκίας Anon. ap. Arist. Rh.1413a6; of an old seaman, ἁλίοιο βίου ῥάκος AP9.242 (Antiphil.), cf. 7.380 (Crin.), Luc.Tim.32.—The Aeol. form βράκος (q.v.), used of a garment, lacks the sense 'ragged'.

German (Pape)

[Seite 833] τό, 1) zerrissenes, zerlumptes, zerfetztes Kleid, Lumpen, Fetzen; oft in der Od.; ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι, 6, 178. 13, 434 u. sonst; ζώσατο μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα, 18, 67; übh. ein Stück Zeug, ῥάκεα φοινίκια, Her. 7, 76. Auch wie bei uns übrtr., διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος, Aesch. Prom. 1025, θάλπεται ῥάκη, Soph. Phil. 39. 274, ἀμφίβληστρα σώματος ῥάκη, Eur. Hel. 1085; Ar. Plut. 540 Ran. 406 u. öfter; ῥάκος πολυσχιδές, Luc. merc. cond. 39 u. öfter; Plut. u. a. Sp. – 2) die Runzeln im Gesicht, vgl. Ar. Plut. 1064, εἰ δ' ἐκπλυνεῖται τοῦτο τὸ ψιμύθιον, wenn sie die Schminke aus-, abwaschen wird, ὄψει κατάδηλα τοῦ προσώπου τὰ ῥάκη, wo der Schol. τὰς ῥυτίδας erkl.; Antiphil. 41 (IX, 242) nennt einen alten Schiffer μυριέτης ἁλίοιο βίοιο ῥάκος, einen Fetzen, Überbleibsel, Trümmer; vgl. Luc. Tim. 32; Jac. A. P. p. 308. – S. auch βράκος.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 morceau d'étoffe déchiré, haillon, loque ; en gén. morceau d'étoffe, lambeau ; p. anal. lambeau de chair;
2 p. ext. débris, ruines (d'une maison) ; fig. en parl. de pers.
3 ride.
Étymologie: apparenté à λακίς, de la R. Λακ déchirer ; cf. lat. lacero.

Russian (Dvoretsky)

ῥάκος: εος (ᾰ) τό
1 тж. pl. лохмотья, тряпье, лоскутья Hom., Soph., Arph.;
2 pl. складки, морщины (τὰ ῥάκη τοῦ προσώπου Arph.);
3 перен. обрывок, обломок Luc.: ἁλίοιο βίου ῥ. Anth. обломок мореходной жизни, т. е. старый моряк.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάκος: [ᾰ], εος, τό, ἔνδυμα ἐσχισμένον καὶ ἐφθαρμένον, ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι Ὀδ. Ζ. 178, πρβλ. Ν. 434, Ξ. 342, 349· ἀνθ’ ἱματίου μὲν ἔχειν ῥάκος Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 540· ῥάκος φορεῖ Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 53· ― συχν. ἐν τῷ πληθ. ῥάκεα, Ἀττ. ῥάκη, ἐφθαρμένα καὶ ἐσχισμένα ἐνδύματα, «κουρέλια», Ὀδ. Ξ. 512, Σ. 67, 74, Τ. 507, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 129, Σοφ. Φιλ. 39, 274· (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ἰλ.). 2) καθόλου, λωρὶς ἢ ταινία ὑφάσματος, ῥάκεα φοινίκεα Ἡρόδ. 7. 76· ἔτι δὲ καὶ λωρὶς σαρκός, τεμάχιον ἀπεσπασμένον, σώματος ῥ Αἰσχύλ. Πρ. 1023. 3) περιληπτικῶς, τεμάχιον παλαιοῦ ὑφάσματος, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 472. 30, Διοσκ. κλ. ΙΙ ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, ῥυτίδες τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1065. ΙΙΙ. μεταφορ., ῥάκος, λείψανον, ὑπόλοιπον, εἰκάσαι τὸ ἐρείπιον ῥάκει οἰκίας Ἀνώνυμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 3. 11, 13· ἐπὶ γέροντος ναύτου, ἁλίοιο βίου ῥάκος Ἀνθ. Π. 9. 242, πρβλ. 7, 380, Λουκ. Τίμ. 32. ― Ὁ Αἰολ. τύπος βράκος (ὃ ἴδε) δὲν ἔχει τὴν περιφρονητικὴν σημασίαν. (Ὁ Αἰολ. οὗτος τύπος ὡς καὶ ἡ σημασία τῆς λέξεως ὑποδεικύουσιν ἐτυμολογίαν ἐκ τῆς ϜΡΑΓ (ἴδε ῥήγνυμι)· ἀλλ’ ἡ ἐναλλαγὴ τοῦ γ καὶ κ δὲν εἶναι ἀναμφισβητήσιμος· ὁ δὲ Κούρτ. προτιμᾷ νὰ ἀναφέρῃ τὴν λέξιν ῥάκος εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὰς λέξεις λάκος, λακίς, lacero, lacerna, πρβλ. Σανσκρ. vra←ќ (scindere) Ἀλλ’ ὅμωςχρῆσις τοῦ ῥακόομαι, ῥάκωσις, παραβαλλομένου πρὸς τὸ Λατ. ruga (vruga), Ἀγγλο-Σαξον. wrinc-le, διακιολογεῖ μᾶλλον τὴν παλαιὰν ἐτυμολογίαν).

English (Autenrieth)

εος (ϝρ.): ragged garment, tatters. (Od.)

Spanish

trozo, tira de tela, ropa

English (Strong)

from ῥήγνυμι; a "rag," i.e. piece of cloth: cloth.

Greek Monolingual

το / ῥάκος, -εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α
1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα
2. κομμάτι παλιού υφάσματος
νεοελλ.
1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο»)
2. φρ. «ράκη φράσεων» — ακατάλειπτα, ασυνάρτητα απομεινάρια λέξεων, σκόρπιες λέξεις
αρχ.
1. τεμάχιο υφάσματος, ρετάλι
2. τμήμα δέρματος αποσπασμένο από το σώμα
3. (περιλπτ.) είδος γάζας από νήματα λινού υφάσματος που τοποθετείται πάνω στις πληγές, ξεντό
4. (κατ' επέκτ.) κάθε λείψανο ή απομεινάρι που προκαλεί θλίψη («εἰκάσαι τὸ ἐρείπιον ῥάκει οἰκίας», Αριστοτ.)
5. στον πληθ. τὰ ῥάκη
οι ρυτίδες του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αιολ. τ. βράκ-αλον (πρβλ. ῥόπαλον, σκύταλον) και βράκετ(ρ)ον, που επιβεβαιώνουν την παρουσία αρκτικού F στο θ. της λ., θα μπορούσαν να την αναγάγουν σε ΙΕ ρίζα wer-k- > wre-k- > wresk- «ανοίγω, σχίζω, χαράσσω» (πρβλ. αρχ. ινδ. vrścati «σχίζω, καταστρέφω», αρχ. σλαβ. vraska «ρυτίδα»)].

Greek Monotonic

ῥάκος: [ᾰ], -εος, τό,
I. 1. κουρελιασμένο ένδυμα, κουρέλι, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· στον πληθ., ῥάκεα, Αττ. ῥάκη, κουρέλια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. γενικά, λωρίδα, ταινία υφάσματος, πανί, σε Ηρόδ.· κομμάτι, τεμάχιο σάρκας, σε Αισχύλ.
II. σε πληθ., ζάρες, ρυτίδες προσώπου, σε Αριστοφ.
III. μεταφ., κουρέλι, απομεινάρι, λείψανο, υπόλοιπο, σε Ανώνυμ. παρ' Αριστ.· λέγεται, επίσης, για γέρο ναυτικό, ἁλίοιο βίου ῥάκος, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: rag, schred, wrinkles, remnants (Od.).
Other forms: often pl. ῥάκεα, .
Compounds: As 1. member in ῥακό-δυτος prop. clothed in rags, shabby (E. in lyr.).
Derivatives: 1. Dimin. ῥάκιον, pl. -ια n. (Ar. a.o.); 2. ῥακώματα pl. = ῥάκη (Ar.; enlarged, Chantraine Form. 187); 3. ἀπορ<ρ>ακίσματα H. to ῥάκη (: *ἀπο-ρρακίζειν); 3. adj. ῥάκ-ινος (hell. inscr.), -όεις (AP), -ώδης (D. C., AP ) tattered, wrinkled; 4. Uncertain (spoiled Debrunner IF 23, 14) ῥακωλέον ῥάκος H. (: ῥωγαλέος a.o.); 5. Denom. vb. ῥακ-όομαι to become ragged, wrinkled (Hp., Plu.) with -ωσις f. wrinkling, wrinkledness (Sor.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For ῥάκεα, stands Aeol. βράκ-εα (Sapph. 57), (Theoc. 28, 11), but in the sense of (long) ladies garments'; to this βράκος κάλαμος, ἱμάτιον πολυτελές H. Other formation: βράκαλον ῥόπαλον, βράκετον δρέπανον, κλαδευτήριον H.; cf. (without dissim.) ῥάκετρον chopping-knife (Poll.; v.l. ῥάχ- [after ῥάχις]) with -ετρίζω split, cut through (Pl. Com.). The deviating meaning ladies garments' creates doubt whether βράκεα, -ος in this sense belong here (s. Belardi Doxa 3, 199 f. with another, very doubtful etymology). The other words can be connected without difficulty with ῥάκος from Ϝράκος, with βράκαλον after ῥόπαλον, σκύταλον; βράκετ(ρ)ον seems to be a primary nom. instr., which like ῥάκος presupposes a primary verb, approx. aor. 2. *ῥακεῖν. -- No connection outside Greek. Old is the comparison with Skt. vrścáti hew, fell (trees), split, with yūpa-vrask-á- post-cutter and the ptc. vr̥k-ṇá- hewn, felled, which may stand for *vr̥ṣk-ṇá- and so makes a possible basis *ur̥k-nó- (= Gr. *Ϝρακ-) unnecessary. The from this reconstructed IE *u̯resk-, *u̯rosk- has a variant in the Slav. word for rumple (cf. ῥάκος, also rumple), e.g. Russ.-CSl. vraska from *u̯orsk-ā. Toch. A wraske disease is phonetically unclear and lies semant. far off. For IE *u̯resk-, u̯ersk- one could reconstruct an older *u̯reḱ-sk-, *u̯erḱ-sk-, through which the connections with u̯r̥ḱ- in ῥάκος would be established. An IE *u̯r̥ḱ- can however be found in the Indo-Iran. word for tree (prop. *'a felled tree'), Skt. vr̥kṣá-, Av. varǝša- m., IE *u̯r̥ḱ-s-o- beside *u̯r̥ḱ-os- in ῥάκος (s. Lidén in WP. 1, 286); then we have to abandon vr̥k-ṇá- < IE *u̯rk-nó-. -- Cf. WP. l.c., Pok. 1163 (m. Lit.). Older lit. in Bq. -- Cf. ῥίνη, ῥινός.

Middle Liddell

ῥᾰ́κος, ος, εος, τό,
I. a ragged garment, a rag, Od., Ar.: in plural ῥάκεα, Attic ῥάκη, rags, tatters, Od., Hdt., etc.
2. generally, a strip of cloth, Hdt.: a strip of flesh, Aesch.
II. in plural rents in the face, wrinkles, Ar.
III. metaph. a rag, remnant, Anon. ap. Arist.; of an old seaman, ἁλίοιο βίου ῥάκος Anth.

Frisk Etymology German

ῥάκος: {rhákos}
Forms: oft pl. ῥάκεα, -η
Grammar: n.
Meaning: Lumpen, Fetzen, Runzeln, Trümmer (seit Od.).
Composita : Als Vorderglied in ῥακόδυτος eig. in Lumpen gekleidet, lumpig (E. in lyr.).
Derivative: Davon 1. Demin. ῥάκιον, pl. -ια n. (Ar. u.a.); 2. ῥακώματα pl. = ῥάκη (Ar.; Erweiterung, Chantraine Form. 187); 3. ἀπορ<ρ>ακίσματα H. zu ῥάκη (: *ἀπορρακίζειν); 3. Adj. ῥάκινος (hell. Inschr.), -όεις (AP), -ώδης (D. C., AP u.a.) zerlumpt, runzelig; 4. Unsicher (verderbt Debrunner IF 23, 14) ῥακωλέον· ῥάκος H. (: ῥωγαλέος u.a.); 5. Denom. Vb. ῥακόομαι zerfetzt, runzelig werden (Hp., Plu. u.a.) mit -ωσις f. das Runzeln, Runzeligkeit (Sor. u. a.).
Etymology : Für ῥάκεα, -η steht äol. βράκεα (Sapph. 57), -η (Theok. 28, 11), aber im Sinn von ‘(lange) Frauengewänder’; dazu βράκος· κάλαμος, ἱμάτιον πολυτελές H. Andere Bildung: βράκαλον· ῥόπαλον, βράκετον· δρέπανον, κλαδευτήριον H.; vgl. (ohne Dissim.) ῥάκετρον Hackmesser (Poll.; v.l. ῥάχ- [nach ῥάχις) mit -ετρίζω spalten, durchschneiden (Pl. Kom.). Die abweichende Bed. Frauengewänder ist geeignet, Zweifel an der Zugehörigkeit von βράκεα, -ος in diesem Sinn zu erwecken (s. Belardi Doxa 3, 199 f. mit einer anderen, sehr fraglichen Etymologie). Die übrigen Wörter reihen sich unschwer an ῥάκος aus ϝράκος, wobei βράκαλον nach Muster von ῥόπαλον, σκύταλον geschaffen wurde; βράκετ(ρ)ον scheint ein primäres Nom. instr. zu sein, das wie ῥάκος ein primäres Verb, etwa Aor. 2. *ῥακεῖν voraussetzt. — Unmittelbare außergriech. Entsprechung fehlt. Alt ist der Vergleich mit aind. vrścáti ‘hauen, fällen (Bäume), zerhauen, spalten’, wozu yūpa-vrask-á- Pfostenhauer und das Ptz. vr̥k-ṇá- gehauen, gefällt, das für *vr̥ṣk-ṇá- stehen kann und mithin eine an sich mögliche idg. Grundform *ŭr̥k-- (= gr. *ϝρακ-) überflüssig macht. Das daraus erschlossene idg. *u̯resq-, *u̯rosq- hat eine Variante im slav. Wort für Runzel (vgl. ῥάκος, auch Runzel), z.B. russ.-ksl. vraska aus *u̯orsq-ā. Toch. A wraske Krankheit (Duchesne-Guillemin BSL 41, 147) ist lautlich mehrdeutig und liegt semantisch fern. Für idg. u̯resq-, u̯ersq- läßt sich ein älteres *u̯reḱ-sq-, *u̯erḱ-sq- konstruieren, wodurch die Verbindung mit u̯r̥ḱ- in ῥάκος hergestellt wäre. Man ist jedoch eher geneigt, an uralte Kreuzungen oder Entgleisungen zu glauben. Ein idg. u̯r̥ḱ- kann indessen im indoiran. Wort für Baum (eig. *’gefällter Baum'), aind. vr̥kṣá-, aw. varəša- m., idg. *u̯r̥ḱ-s-o- neben *u̯r̥ḱ-os- in ῥάκος, stecken (s. Lidén bei WP. 1, 286, wo unbegründeter Zweifel); dabei muß man auf vr̥k-ṇá- aus idg. *u̯r̥q-- endgültig verzichten. — Weitere, ganz entlegene Anknüpfungen an u̯er- aufreißen (m. verschiedenen Erweiterungen) bei WP. a.O., Pok. 1163 (m. Lit.). Ältere Lit. auch bei Bq. — Vgl. ῥίνη, ῥινός.
Page 2,640-641

Chinese

原文音譯:?£koj 拉可士 5708
詞類次數:名詞(2)
原文字根:裂開(物)
字義溯源:碎布,破布,布片,布;源自(ῥάσσω / ῥήγνυμι / ῥήσσω)*=破裂)
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編
1) 布(2) 太9:16; 可2:21

Léxico de magia

τό trozo, tira de tela o ropa a) para hacer una mecha λαβὼν λύχνον ἀμίλτωτον σκεύασον διὰ βυσσίνου ῥάκους toma una lámpara que no esté pintada de rojo y prepárala con un trozo de lino P I 277 λαβὲ βύσσινον ῥ. καὶ βρέξας εἰς σησάμινον ἔλαιον toma una tira de lino y mójala con aceite de sésamo P VIII 86 ῥ. ἀπὸ βιαίου ἐλλύχνιον ποιήσας ἅψον λύχνον haz una mecha con ropa de uno muerto violentamente y enciende una lámpara P II 145 b) para escribir ἔστιν δὲ τὰ ὀνόματα, ἃ μέλλεις γράψαι εἰς τὸ βύσσινον ῥ. estos son los nombres que escribirás en la tira de lino P I 293 λαβὼν ῥ. καθαρὸν κατάγραφε τὰ ὀνόματα ὅλα toma un trozo de tela limpio y escribe los nombres completos P IV 3192 P VII 359 λαβὼν ῥ. λινοῦν καθαρὸν γράφε εἰς αὐτὸ τὸ ὑποκάτω ὄνομα toma un trozo de lino limpio y escribe en él el nombre que viene abajo P VII 359 ἔγγραφε εἰς τὸ ῥ. καὶ τὰ ἑξ<ῆς> ὀνόματα τοῦ θεοῦ escribe en la tela y de seguido los nombres del dios P XII 128 <ῥάκους> ἀπὸ ὀθονίου ἀρθέντος ἀπὸ Ἁρποκράτου ψηφίνου ... γράψον ἐπ' αὐτοῦ ζμύρνῃ coge un trozo de lino que proceda de una estatua de Harpócrates y escribe en él con mirra P IV 1073 P VII 664 λαβὼν βύσσινον ῥ. ἐπίγραψον μέλανι toma un trozo de lino y escribe con tinta P VII 208 c) para pintar γράψον εἰς βύσσινον ῥ. αἵματι ὀρτυγίου θεὸν ῾Eρμῆν pinta en una tira de lino, con sangre de codorniz, un dios Hermes P XII 145 τοῦτο δὲ τὸ ζῴδιον γράφεται εἰς τὸ ῥ. τοῦ βιαίου esta figura se dibuja en la ropa de uno muerto violentamente P II 170 d) para envolver: la mano περίβαλε τὴν χεῖρά σου μέλανι ῥάκει Ἰσιακῷ envuelve tu mano con una tela negra de Isis P VIII 66 una figurilla περιειλήσας ῥάκει ἀπὸ βιοθανάτου βάλε (τὸ ζῴδιον) εἰς ὑποκαύστραν βαλανείου envuelve la figura en un trozo de ropa de un muerto violentamente y arrójala en el hipocausto de un baño P II 48 ἐνειλήσας τῷ αὐτῷ ῥάκει τὸ ζῴδιον βάλε εἰς ὑποκαύστραν βαλανείου τῇ πέμπτῃ ἡμέρᾳ envuelve la figurilla con el mismo trozo de ropa y échala al hipocausto de un baño al quinto día P II 51 un papiro τὸ δὲ ἕτερον (χάρτην) ... τῷ προειρημένῳ ῥάκει ἐνειλήσας χρήσει el otro rollo de papiro envuélvelo en el trozo de tela mencionado y úsalo P II 63 e) para atar <σ>ύνδησον αὐτὸν (τὸν ἱέρακα) ῥάκει ἀχρωτίστῳ ata el halcón con un trozo de tela incolora P I 6 f) como amuleto τὸ δὲ ῥ. περίθου περὶ τὸν τράχηλον, ἵνα μή σε πλήξῃ pon la tela alrededor de tu cuello, para que no te golpee P VII 231 βαλὼν ἔσωθεν τοῦ ῥάκους αἴζωον βοτάνην ... καὶ φόρει περὶ τὸν τράχηλον pon dentro del trozo de tela planta siempreviva y llévala al cuello P IV 1081

Translations

rag

Albanian: leckë; Arabic: خِرْقَة‎; Hijazi Arabic: خِرْقَة‎; Armenian: ջնջոց, լաթ, շոր, քուրջ; Aromanian: cãrpã, peaticã; Azerbaijani: əski, cındır; Bashkir: сепрәк; Belarusian: ануча; Bulgarian: парцал; Catalan: drap; Chamicuro: chalachi; Chechen: горгам; Chichewa: nsanza; Chinese Mandarin: 抹布, 布; Czech: hadr; Danish: klud; Dutch: vod, lap, lor, klodde; Esperanto: ĉifono; Estonian: räbal; Finnish: rätti, räsy; French: chiffon, fripe; Galician: trapo, farrapo, ciringallo, milfo, fargallo; Georgian: ჩვარი; German: Lappen; Greek: κουρέλι; Ancient Greek: ῥάκος; Hebrew: סמרטוט‎; Hindi: चिथड़ा, लत्ता; Hungarian: rongy; Hunzib: тирапка; Indonesian: lap; Ingush: герми; Irish: ceamach; Italian: cencio, straccio; Japanese: 布; Kazakh: шүберек; Khakas: ӌурух; Korean: 천; Kyrgyz: чүпүрөк; Latin: pannus; Latvian: lupata; Lezgi: кьваркь; Lithuanian: skiautė; Macedonian: крпа; Maori: ruha, petapeta, hautai, kanukanu, kanu; Norman: chique, chitchette; Norwegian Bokmål: klut, fille; Nynorsk: fille; Persian: لته‎, رگو‎; Polish: ścierka, szmata; Portuguese: farrapo, trapo; Romanian: cârpă, petic; Russian: тряпка, лоскут, ветошь; Scottish Gaelic: luideag; Serbo-Croatian Cyrillic: крпа; Roman: krpa; Slovak: handra; Slovene: cunja; Spanish: jirón, trapo; Swedish: trasa, lapp; Tabasaran: гъюаь́ргъв, берк, чапп; Tajik: латта; Thai: ผ้าขี้ริ้ว, ผ้า; Tsez: тирапка, чӏорто; Turkish: paçavra; Turkmen: esgi; Ukrainian: ганчі́рка; Urdu: چتھڑا‎; Uyghur: لاتا‎; Uzbek: latta; Venetian: strassa; Vietnamese: giẻ; Walloon: loke, lagnet, strifion; Yiddish: שמאַטע‎

ragged garment

Armenian: ցնցոտի; Bulgarian: дрипа; Catalan: parrac; Chichewa: nsanza; Chinese Mandarin: 破布; Czech: hadry; Dutch: lompen; Esperanto: vestaĉo, ĉifonaĵo; Finnish: ryysyt, rääsyt; French: guenille, haillon, loque, oripeau; Galician: ciringallo, farrapo, fargallo; German: Lumpen, Fetzen; Alemannic German: Hudel; Greek: κουρέλια; Irish: ceamacha; Japanese: 襤褸; Latin: pannus; Korean: 넝마; Maori: petapeta, karukaru, hautai, ngetangeta, tawhetawhe; Persian: ژنده‎; Polish: łachman, szmata, łach; Portuguese: trapo, farrapo; Romanian: zdreanță, cârpitură, vechitură; Russian: лохмотья, тряпьё, ветошь; Serbo-Croatian: prnje, прње; Spanish: trapo, harapo, andrajo; Yoruba: àkísà