στακτός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στακτός''': -ή, -όν, ([[στάζω]]) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, [[μύρον]] Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν [[ἔλαιον]], τὸ ἐκρέον [[ἄνευ]] μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον [[ἔλαιον]] καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ [[στακτή]], Γεωπ. 7. 12, 20· στ. [[ἅλμη]] [[αὐτόθι]] 20. 46, 5· στ. [[κονία]], «ἀσβεστόνερον», [[αὐτόθι]] 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, [[ἴσως]] ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth.
|lstext='''στακτός''': -ή, -όν, ([[στάζω]]) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, [[μύρον]] Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν [[ἔλαιον]], τὸ ἐκρέον [[ἄνευ]] μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον [[ἔλαιον]] καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ [[στακτή]], Γεωπ. 7. 12, 20· στ. [[ἅλμη]] [[αὐτόθι]] 20. 46, 5· στ. [[κονία]], «ἀσβεστόνερον», [[αὐτόθι]] 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, [[ἴσως]] ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui coule goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]].
}}
}}