3,273,773
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στακτός''': -ή, -όν, ([[στάζω]]) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, [[μύρον]] Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν [[ἔλαιον]], τὸ ἐκρέον [[ἄνευ]] μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον [[ἔλαιον]] καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ [[στακτή]], Γεωπ. 7. 12, 20· στ. [[ἅλμη]] [[αὐτόθι]] 20. 46, 5· στ. [[κονία]], «ἀσβεστόνερον», [[αὐτόθι]] 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, [[ἴσως]] ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth. | |lstext='''στακτός''': -ή, -όν, ([[στάζω]]) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, [[μύρον]] Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν [[ἔλαιον]], τὸ ἐκρέον [[ἄνευ]] μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον [[ἔλαιον]] καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ [[στακτή]], Γεωπ. 7. 12, 20· στ. [[ἅλμη]] [[αὐτόθι]] 20. 46, 5· στ. [[κονία]], «ἀσβεστόνερον», [[αὐτόθι]] 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, [[ἴσως]] ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui coule goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]]. | |||
}} | }} |