συμφορητός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφορητός''': -ή, -όν, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπεφορημένος, ἀναμὶξ συνειλεγμένος, συνηθροισμένος, [[πόλις]] ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν Διον. Ἁλ. 3. 10· χρησμοὶ ἐκ πολλῶν συμφορητοὶ τόπων ὁ αὐτ. 4. 62· σ. [[ὄχλος]], ὁ αὐτ. π. Δημ. 36· [[λόγος]] ἐκ ποικίλων πτερῶν σ. Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) σ. [[δεῖπνον]], σ. [[ἑστίασις]], [[δεῖπνον]], εἰς ὃ [[ἕκαστος]] τῶν συνδαιτημόνων συνεισφέρει τὸ [[μέρος]] του, [[δεῖπνον]] δι’ ἐράνου, Λατιν. coena cοllatitia. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 2., 3. 15, 7· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493.
|lstext='''συμφορητός''': -ή, -όν, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπεφορημένος, ἀναμὶξ συνειλεγμένος, συνηθροισμένος, [[πόλις]] ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν Διον. Ἁλ. 3. 10· χρησμοὶ ἐκ πολλῶν συμφορητοὶ τόπων ὁ αὐτ. 4. 62· σ. [[ὄχλος]], ὁ αὐτ. π. Δημ. 36· [[λόγος]] ἐκ ποικίλων πτερῶν σ. Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) σ. [[δεῖπνον]], σ. [[ἑστίασις]], [[δεῖπνον]], εἰς ὃ [[ἕκαστος]] τῶν συνδαιτημόνων συνεισφέρει τὸ [[μέρος]] του, [[δεῖπνον]] δι’ ἐράνου, Λατιν. coena cοllatitia. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 2., 3. 15, 7· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />rassemblé, fait de pièces rapportées, de morceaux rattachés, de peuples réunis, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[συμφορέω]].
}}
}}