3,271,295
edits
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />rassemblé, fait de pièces rapportées, de morceaux rattachés, de peuples réunis, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[συμφορέω]]. | |btext=ή, όν :<br />rassemblé, fait de pièces rapportées, de morceaux rattachés, de peuples réunis, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[συμφορέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, θηλ. και -ή, Α [[συμφορῶ]]<br /><b>1.</b> συγκεντρωμένος στο ίδιο [[σημείο]] («συμφορητὸς [[ὄχλος]]», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[συλλογή]] διαφόρων πραγμάτων, που συναποτελείται από διάφορα πράγματα («ἅτε [[νεόκτιστος]] οὖσα καὶ ἐκ πολλῶν συμφορητὸς ἐθνῶν [[[πόλις]]]», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συμφορητὰ δεῑπνα» ή «συμφορητὴ ἐστίασις» — δείπνα [[κατά]] τα οποία [[καθένας]] από τους συνδαιτυμόνες συνεισέφερε το μερίδιό του. | |||
}} | }} |