3,270,341
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χλοάζω''': μέλλ. άσω, ([[χλόη]]) εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[χλοερός]], [[πρασινίζω]], ἐπὶ νέων φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 5., 1. 5, 10˙- ἐπὶ χρώματος, εἶμαι ζωηρῶς [[πράσινος]], [[αὐτόθι]] 2. 8, 1, περὶ Θαυμ. 164, Νικ. Θηρ. 576. ΙΙ. Μέσ., τρέφομαι ἐκ χλόης, [[τρώγω]] χλόην, δηλ. [[χόρτον]] χλωρόν, Ἱππιατρ. κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «χλοάζει˙ [[ἀνθηρός]] ἐστιν, ἀνθηρεύεται», καί: «χλοάζεσθαι˙ γαστρίζεσθαι», καί: «χλοάσουσι˙ βλαστήσουσιν». | |lstext='''χλοάζω''': μέλλ. άσω, ([[χλόη]]) εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[χλοερός]], [[πρασινίζω]], ἐπὶ νέων φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 5., 1. 5, 10˙- ἐπὶ χρώματος, εἶμαι ζωηρῶς [[πράσινος]], [[αὐτόθι]] 2. 8, 1, περὶ Θαυμ. 164, Νικ. Θηρ. 576. ΙΙ. Μέσ., τρέφομαι ἐκ χλόης, [[τρώγω]] χλόην, δηλ. [[χόρτον]] χλωρόν, Ἱππιατρ. κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «χλοάζει˙ [[ἀνθηρός]] ἐστιν, ἀνθηρεύεται», καί: «χλοάζεσθαι˙ γαστρίζεσθαι», καί: «χλοάσουσι˙ βλαστήσουσιν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=germer.<br />'''Étymologie:''' [[χλόη]]. | |||
}} | }} |