Anonymous

χλοάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλοάζω''': μέλλ. άσω, ([[χλόη]]) εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[χλοερός]], [[πρασινίζω]], ἐπὶ νέων φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 5., 1. 5, 10˙- ἐπὶ χρώματος, εἶμαι ζωηρῶς [[πράσινος]], [[αὐτόθι]] 2. 8, 1, περὶ Θαυμ. 164, Νικ. Θηρ. 576. ΙΙ. Μέσ., τρέφομαι ἐκ χλόης, [[τρώγω]] χλόην, δηλ. [[χόρτον]] χλωρόν, Ἱππιατρ. κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «χλοάζει˙ [[ἀνθηρός]] ἐστιν, ἀνθηρεύεται», καί: «χλοάζεσθαι˙ γαστρίζεσθαι», καί: «χλοάσουσι˙ βλαστήσουσιν».
|lstext='''χλοάζω''': μέλλ. άσω, ([[χλόη]]) εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[χλοερός]], [[πρασινίζω]], ἐπὶ νέων φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 5., 1. 5, 10˙- ἐπὶ χρώματος, εἶμαι ζωηρῶς [[πράσινος]], [[αὐτόθι]] 2. 8, 1, περὶ Θαυμ. 164, Νικ. Θηρ. 576. ΙΙ. Μέσ., τρέφομαι ἐκ χλόης, [[τρώγω]] χλόην, δηλ. [[χόρτον]] χλωρόν, Ἱππιατρ. κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «χλοάζει˙ [[ἀνθηρός]] ἐστιν, ἀνθηρεύεται», καί: «χλοάζεσθαι˙ γαστρίζεσθαι», καί: «χλοάσουσι˙ βλαστήσουσιν».
}}
{{bailly
|btext=germer.<br />'''Étymologie:''' [[χλόη]].
}}
}}