συμβάλλω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ, ἀόριστ. -έβᾰλον, ἀπαρ. -βᾰλεῖν· πρκμ. -βέβληκα· παθ. ἀόρ. α΄ -εβλήθην· ― τῶν χρόνων τούτων ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεργ. ἐνεστ., ἐνεργ. ἀόριστ. καὶ μέσ., ἀλλὰ συνηθέστατα τὸν ἀμετάβ. Ἐπικ. ἀόριστ. συμβλήτην, -βλήμεναι, μέσ. σύμβλητο, -βληντο, -βληται, -[[βλήμενος]], μέλλ. συμβλήσομαι, β΄ ἑνικ. συμβλήσεαι (Ἰλ. Υ. 335)· ― οἱ τύποι συμβαλλεόμενος, συμβαλεόμενος, παρ’ Ἡροδ. φαίνονται ἡμαρτημένοι Ἰωνικ., πρβλ. 1. 68 πρὸς τὰς διαφ. γραφάς. Συγκρούω, σύν ῥ’ ἔβαλον ῥινεύς, ἐπὶ ἀνδρῶν ἐν πυκνῇ τάξει μάχης, Ἰλ. Δ. 447., Θ. 61· τὰς ἀσπίδας Εὐρ. Φοίν. 1405, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1274, Ξεν., κλπ.· βάλλω, [[χύνω]] εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[συμμίσγω]], ἐπὶ ποταμῶν, ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον [[ὕδωρ]] Ἰλ. Δ. 453· ῥοὰς [[Σιμόεις]] συμβάλλετον ἠδὲ [[Σκάμανδρος]] Ε. 774· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πολλοὶ ποταμοὶ σ. τὸ σφέτερον [[ὕδωρ]]. Ἡρόδ. 4. 50 (πρβλ. δάκρυα δάκρυσι σ. Εὐρ. Ὀρ. 336)· ὁ Ἀκεσίνης σ. τῷ Ὑδραώτῃ (ἐξυπακ. τὸ [[ὕδωρ]]) Ἀρρ. Ἀν. 6. 1· συμβάλλουσι [[κάτω]] τὰ ὦτα πρὸς τὴν γῆν, ἔχουσι τὰ ὦτά των κρεμάμενα [[κάτω]] πρὸς τὴν γῆν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5. 2) βάλλω [[ὁμοῦ]], [[συνάγω]], [[συλλέγω]], Ξεν. Κύρ. 2, 1, 5, κτλ.· οὕτω, διαφέροντα σ. εἰς ταὐτόν, πράγματα διαφέροντα [[πραγματεύομαι]] [[ὡσεὶ]] ἦσαν ὅμοια, Πλάτ. Πολιτ. 285Α. 3) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., [[συνέρχομαι]], Ξεν. Κύρ. 6. 2, 41· [[ἔνθα]] δίστομοι... σ. ὁδοί, [[ὅπου]] δύο ὁδοὶ συνέρχονται, ἑνοῦνται, Σοφ. Ο. Κ. 901· ἡ φλὲψ σ. τῇ ἀποσχίσει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 21· αἱ φλέβες σ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 17, κτλ. 4) σ. βλέφαρα, συνάπτειν, κλείειν τὰ βλέφαρα, κλείειν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐν ὕπνῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 15· σ. [[ὄμμα]], κλείειν τὰ ὄμματα ἐν θανάτῳ, [[αὐτόθι]] 1294 ([[ἀλλά]]: ποῖον [[ὄμμα]] συμβαλῶ; πῶς θὰ συναντηθῇ τὸ [[βλέμμα]] μου πρὸς τὸ ἰδικόν της; Εὐρ. Ι. Α. 455). 5) [[καθόλου]], [[συνάπτω]], ἑνώνω, σ. σχοινία, κοινῶς: «στρήβω σχοινιὰ» (πρβλ. συμβολεύς), Ἀριστοφ. Εἰρ. 37· ξ. δεξιὰς ἀλλήλοισι, [[συνάπτω]] χεῖρας, Εὐρ. Ι. Α. 58· σ. λόγους τινὶ [[αὐτόθι]] 8?0· κριθὰς ἵπποις συμβεβλημένας, ἐρριμμένας σωρηδὸν [[ἔμπροσθεν]] αὐτῶν, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 31· σ. τὰ χέδροπα εἰς τὰς [[νέας]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 7. 6) σ. συμβόλαιά τινι ἢ [[πρός]] τινα, [[κάμνω]] [[συμβόλαιον]] μετά τινος, [[μάλιστα]] δὲ [[δανείζω]] χρήματα διὰ συμβολαίου ἢ ὁμολόγου [[μετὰ]] ἐνεχύρου, Δημ. 907. 5, Πλάτ. Πολ. 425C, πρβλ. Θουκ. 5. 77· [[συμβόλαιον]] εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον, [[δάνειον]] γενόμενον ἐπὶ ἐνεχύρῳ τῶν δούλων, Δημ. 822. 4, πρβλ. 8· ἀπολ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἰσοκρ. 402D, Πλάτ. Ἀλκ. 1, 125D· [[προτείνω]], [[παρέχω]], [[δανείζω]], [[πέρα]] μεδίμνου κριθῶν Ἰσαῖ. 80. 30· ἐπί τισι, ἐπὶ ὅροις, Διον. Ἁλ. 6. 29· σ. δανεισμῷ Πλάτ. Νόμ. 921C· ὁ συμβαλών, ὁ [[δανειστής]], Δημ. 1283. 15, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 63 ([[ἀλλά]], οἱ συμβαλ., οἱ δανειζόμενοι, οἱ ὀφειλέται, ὁ αὐτ. 4. 9). ― Μέσ., [[μετὰ]] παθ. πρκμ., [[προσφέρω]] ἢ [[προστίθημι]] ἐπὶ πλέον, πρὸς δὲ ἐς τὰ δῶρα ὁλκάδα οἱ ἔφη συμβαλέεσθαι, πρὸς δὲ εἶπεν ὅτι εἰς τὰ δῶρα θὰ προσθέσῃ καὶ ὁλκάδα, Ἡρόδ. 3. 135, πρβλ. Λυσί. 908. 1, Ξεν. Ἀγησ. 2, 27· [[συνεισφέρω]], σ. χρήματά τινι εἰς τροφὴν τῶν στρατιωτῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 1. 1, 9· τριήρεις εἰς κίνδυνον Ἰσοκρ. 61Α. 7) [[καθόλου]], [[συνεισφέρω]], [[δανείζω]], ἱμάτια, χρυσία, κτλ., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 446, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 5· καὶ ἐν τῷ παθ., συντελῶ, συμβάλλεταί τις... μερὶς Ἄλεξις ἐν «Μιλησίοις» 1. 4· ― ἀλλ’ ἡ [[σημασία]] αὕτη κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ’ ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ [[τέμενος]] συμβάλλομαι, «καὶ τὸ σὸν δὲ [[τέμενος]], ὦ Πρωτεσίλαε, τὸ ἐν Φυλάκῃ, συγκαταριθμοῦμαι ταῖς τοῦ Ἡροδότου νίκαις» (Σχόλ.), Πινδ. Ι. 1. 84· ἡ [[τύχη]] οὐδὲν ἔλασσον ξυμβάλλεται ἐς τὸ ἐπαίρειν Θουκ. 3. 45, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· τὸ μὴ ἀγανακτεῖν… ἄλλα τέ μοι πολλὰ συμβάλλεται, καί..., πολλαὶ περιστάσεις συντελοῦσιν εἰς τὸ νὰ ἀγανακτῶ, καὶ [[μάλιστα]]..., Πλάτ. Ἀπολ. 36Α· [[συνεισφέρω]], σ. βοήθειαν οὐ σμικρὰν [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 836Β· σ. τιμήν τινι Ἰσοκρ. 425D· οὐ δεῖ λογίζεσθαι, [[πότερος]] [[πλείω]] συμβέβληται Ξεν. Οἰκ. 7, 13· [[συχν]]. [[μετὰ]] τῆς αἰτ.: [[μέρος]], ὡς ἀντικειμ., σ. [[μέρος]] ἔργων Ἀνδοκ. 18. 38· [[μέρος]] σ. πρὸς ἀρετὴν Πλάτ. Νόμ. 836D, πρβλ. Πολ. 331Β, Δημ. 1031. 14· οὐκ ἐλάχιστον [[μέρος]] [[πρός]] τι Ἰσοκρ. 156Β· μεγίστην μοῖραν εἴς τι Πλάτ. Τίμ. 47C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 28· ― οὕτω καὶ ἀπολ., [[οὔτε]] ποταμὸς [[οὔτε]] [[κρήνη]] οὐδεμία ἐσδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται, συντελεῖ εἰς τὸ [[μέγεθος]] [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 4. 50· συμβάλλεσθαι [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 21, Ἰσοκρ. 143Ε· ― πολλά ἐστι τὰ συμβαλλόμενα τοῖς βουλομένοις Ἀντιφῶν 138. 38, [[ἔνθα]] σχεδὸν σημαίνει βοηθῶ, ὠφελῶ, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 905Β, Δημ. 558. 13· [[μετὰ]] μετοχ., ξ. φθείρουσα, συντελεῖ εἰς τὴν καταστροφήν, Αἰσχύλ. Χο. 1012· σπανίως [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., ξυμβάλλεται πολλὰ τοῦδε δείματος, πολλὰ συντελοῦσιν [[ὥστε]] νὰ προκύψῃ [[οὗτος]] ὁ [[φόβος]], Εὐρ. Μήδ. 284, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Paley. 8) συμβάλλεσθαι γνώμας, προστιθέναι γν., Ἡρόδ. 8. 61· [[περί]] τινος Πλάτ. Πολιτ. 298C· συμβαλοῦ γνώμην, δὸς τὴν γνώμην σου, Σοφ. Ο. Κ. 1151· σ. τὴν γνώμην τῆς βουλῆς εἰς τὸν δῆμον, διακοινῶ, κοινολογῶ, [[λέγω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 85b. 12 (προσθῆκαι), πρβλ. 108. 25., 2270. 26. 9) συμβάλλειν λόγους, διαλέγεσθαι, συνομιλεῖν, καὶ [[ἁπλῶς]], συμβάλλειν, ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. conferre ἀντὶ conferre sermonem, σ. τινὶ ἢ [[πρός]] τινα Πλούτ. 2. 222C, Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 15· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συμβάλλεσθαι λόγους [[περί]] τινος Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· [[ἀλλά]], λόγον σ. περὶ βίου, δίδω λόγον περὶ τῆς ζωῆς μου, Πλάτ. Νόμ. 905C· ― [[ὡσαύτως]], συμβάλλεσθαί τι, ἔχειν τι εἰπεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 532C, 533Α· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 185C, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 14. ΙΙ. ὡς τὸ [[συνίημι]], ἄγω εἰς σύγκρουσιν, ὡς τοὺς ἀμφοτέρους μάκαρες θεοὶ ὀτρύνοντες σύμβαλον Ἰλ. Υ. 55· ἐμέ... καὶ Μενέλαον συμβάλετε... μάχεσθαι Γ. 70· σ. σκύμνον λέοντος σκύλακι κυνός, βάλλω τὸν ἕνα κατὰ τοῦ ἄλλου, βάλλω νὰ πολεμήσωσιν, Ἡρόδ. 3. 32· ἄνδρα ἀνδρὶ καὶ ἵππον ἵππῳ σ. ὁ αὐτ. 5. 1· σ. τινὰς εἰς ἔριν [[περί]] τινος Ξεν. Λακ. 4, 2· σ. ἀλεκτρυόνας ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 9· ἄνδρας φίλους ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 1, 32· εἰς χεῖρα δοῦλον δεσπότῃ μὴ συμβάλῃς Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 111b· ― μεταφορ., ἀναισχυντίᾳ ξυμβάλλω τινὰ καὶ προσγυμνάζειν κτλ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀγωνισθῇ κατὰ τῆς..., Πλάτ. Νόμ. 647C. β) μέσ., ἑνοῦμαι εἰς μάχην μετά τινος, σύν δ’ ἐβάλοντο μάχεσθαι [[ἐναντίον]] Ἰλ. Μ. 377. γ) ἀμεταβ., [[συνέρχομαι]], σύμβαλον μάχεσθαι Π. 565· [[ὡσαύτως]] καὶ μόνον συμβ., [[ἔρχομαι]] εἰς χεῖρας, συμπλέκομαι, [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ., [[εἴτε]] ἀπολ. ἢ [[μετὰ]] δοτ. προσ., [[οἷον]] Α. 77, 80, 82, 103· Ἄρης Ἄρει ξυμβαλεῖ δίκα δίκᾳ Αἰσχύλ. Χο. 461· Ἕλληνες Μήδοις σ. Σιμωνίδ. 138· [[ὡσαύτως]], σ. [[πρός]] τινα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 20, Ἰσοκρ. 54D· εἰς μονομαχίαν [[πρός]] τινα Στράβ. 676· ξυμβάλλων, συγκρουόμενος, Πλάτ. Πολιτ. 273Α. 2) ἐν ἀμφ. τινὶ χωρίῳ ἐν Ἰλ. Μ. 181, ἔχομεν σὺν δ’ ἔβαλον Λαπίθαι πόλεμον καὶ δηιοτῆτα, ἦλθον εἰς πόλεμον· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., σ. μάχην τινί, Λατ. committere pugnam, Εὐρ. Βάκχ. 837· ἔχθραν, ἔριν σ. τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 44, 521· ― οὕτω, μεταφορ., ἐγὼ γὰρ ἀνδρὶ συγγνώμην ἔχω κλύοντι φλαῦρα συμβαλεῖν ἔπη κακά, ἐγὼ [[παρέχω]] συγγνώμην εἰς ἄνδρα [[ὅστις]] ὑβριζόμενος ἀντικρούει διὰ κακῶν λόγων, Σοφ. Αἴ. 1323· αἰσχρὸν δέ μοι γυναιξὶ συμβάλλειν λόγους Εὐρ. Ι. Α. 830. 3) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συναντῶ τινα, ἀπαντῶ κατὰ τύχην, [[μετὰ]] δοτικ. [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρ., [[ὅστις]] ἔχει τὸν Ἐπικ. ἀόρ. ξύμβλητο καὶ τὸν μέλλ. συμβλήσομαι, Νέστορι δὲ ξύμβληντο Ἰλ. Ξ. 27, πρβλ. 39· εἰ δ’ ἄρα τις... ξύμβληται [[ὁδίτης]] Ὀδ. Η. 204· ξυμβλήμενος [[ἄλλος]] [[ὁδίτης]] Λ. 127· ὅτε κεν συμβλήσεται αὐτῷ Ἰλ. Υ. 335· ξυμβλήτην ἀλλήλοιιν Ὀδ. Φ. 15, πρβλ. Ἰλ. Φ. 578. 4) [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., συμβαλών, συναντήσας, Αἰσχύλ. Χο. 677· οἱ συμβάλλοντες, οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἐπαφὴν μετά τινος, Πλουτ. Μάρκελλ. 20· ἡμᾶς οἱ ἡγεμόνες... πρὸς ἐμὲ πάντας συμβάλλετε Ξεν. Κύρ. 6. 2, 41. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., φόνου δὲ [[κηκὶς]] ξὺν χρόνῳ ξυμβάλλεται, συνᾴδει, συμφωνεῖ, Αἰσχύλ. Χο. 1012. 2) [[παραβάλλω]], σμικρὰ μεγάλοισι Ἡρόδ. 2. 10· ἑωυτόν τινι ὁ αὐτ. 3. 160· ἓν πρὸς ἓν ὁ αὐτ. 4. 50· τι [[πρός]] τι Λυκοῦργ. κ. Λεωκρ. § 68· πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Θεαίτ. 186Β· οὐδὲν ἦν τούτων... πρὸς ἀτταγῆνα συμβαλεῖν τῶν βρωμάτων Φοινικίδης ἐν «Μισουμένῃ» 1. 5· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., Ἡρόδ. 2. 10., 3. 125· τὸ Βαβυλώνιον [[τάλαντον]] συμβαλλόμενον πρὸς τὸ Εὐβοεικόν, παραβαλλόμενον πρὸς τὸ Εὐβοϊκόν, ἐν συγκρίσει πρὸς αὐτό, ὁ αὐτ. 3. 95· ― [[ὅθεν]], β) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βάλλω [[ὁμοῦ]], ὑπολογίζω, [[λογαριάζω]], ὁ αὐτ. 6, 63. 65, πρβλ. 2. 31., 4. 15· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἡ ὁδὸς ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι ὁ αὐτ. 4. 10.· ἴδε ἐν λ. [[δάκτυλος]] Ι. 1. γ) [[παραβάλλω]] τὴν ἰδίαν μου γνώμην πρὸς τὰ γεγονότα, [[ὅθεν]], [[συμπεραίνω]], [[εἰκάζω]], [[ἑρμηνεύω]], συμβαλεῖν τι [[εἶναι]] Πινδ. Ν. 11. 43, σ. ὅτι... Πλάτ. Κρατ. 412C· ξ. τοῦτο Σοφ. Ο. Κ. 1474· τοῦτο σ., ὅτι...· Ἀριστοφ. Σφ. 50· τὰ πρὶν οὐκ εὔγνωτα σ. Εὐρ. Ὀρ. 1394. εὖ ξυνέβαλεν αὐτὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 427· ἣν [νόσον] οὐδ’ ἂν εἷς γνοίη ποτ’ οὐδ’ ἂν ξυμβάλοι ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 72· σ. ἔπη Εὐριπ. Μήδ. 675· [[τοὖναρ]] ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 55· τὴν μαντείαν Πλάτ. Κρατ. 384Α· τὸν χρησμὸν Ἀριστοφάν. Ἀποσπάσ. 489, πρβλ. 66· σήματα σ., εἰ... ἢ Ἄρατ. 1146· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἀπολ., συχνάκ. παρ’ Ἡροδ., [[οἷον]] 4. 15, 45, 87· μετ’ αἰτ., [[εὑρίσκω]], [[καταλαμβάνω]], ἐννοῶ, τὸ [[πρῆγμα]] 4. 111· σ. τι ἔκ τινος 6. 107· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμ., 1. 68., 2. 33, 112, κ. ἀλλ.· συμβάλλεσθαι ὅτι..., 3. 68. IV. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συμφωνῶ, [[ὁρίζω]], [[προσδιορίζω]] ἀπὸ κοινοῦ, λόφον εἰς ὅν... ἁλίζεσθαι Ξεν. Ἀν. 6. 3. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 484, 485.
|lstext='''συμβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ, ἀόριστ. -έβᾰλον, ἀπαρ. -βᾰλεῖν· πρκμ. -βέβληκα· παθ. ἀόρ. α΄ -εβλήθην· ― τῶν χρόνων τούτων ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεργ. ἐνεστ., ἐνεργ. ἀόριστ. καὶ μέσ., ἀλλὰ συνηθέστατα τὸν ἀμετάβ. Ἐπικ. ἀόριστ. συμβλήτην, -βλήμεναι, μέσ. σύμβλητο, -βληντο, -βληται, -[[βλήμενος]], μέλλ. συμβλήσομαι, β΄ ἑνικ. συμβλήσεαι (Ἰλ. Υ. 335)· ― οἱ τύποι συμβαλλεόμενος, συμβαλεόμενος, παρ’ Ἡροδ. φαίνονται ἡμαρτημένοι Ἰωνικ., πρβλ. 1. 68 πρὸς τὰς διαφ. γραφάς. Συγκρούω, σύν ῥ’ ἔβαλον ῥινεύς, ἐπὶ ἀνδρῶν ἐν πυκνῇ τάξει μάχης, Ἰλ. Δ. 447., Θ. 61· τὰς ἀσπίδας Εὐρ. Φοίν. 1405, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1274, Ξεν., κλπ.· βάλλω, [[χύνω]] εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[συμμίσγω]], ἐπὶ ποταμῶν, ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον [[ὕδωρ]] Ἰλ. Δ. 453· ῥοὰς [[Σιμόεις]] συμβάλλετον ἠδὲ [[Σκάμανδρος]] Ε. 774· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πολλοὶ ποταμοὶ σ. τὸ σφέτερον [[ὕδωρ]]. Ἡρόδ. 4. 50 (πρβλ. δάκρυα δάκρυσι σ. Εὐρ. Ὀρ. 336)· ὁ Ἀκεσίνης σ. τῷ Ὑδραώτῃ (ἐξυπακ. τὸ [[ὕδωρ]]) Ἀρρ. Ἀν. 6. 1· συμβάλλουσι [[κάτω]] τὰ ὦτα πρὸς τὴν γῆν, ἔχουσι τὰ ὦτά των κρεμάμενα [[κάτω]] πρὸς τὴν γῆν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5. 2) βάλλω [[ὁμοῦ]], [[συνάγω]], [[συλλέγω]], Ξεν. Κύρ. 2, 1, 5, κτλ.· οὕτω, διαφέροντα σ. εἰς ταὐτόν, πράγματα διαφέροντα [[πραγματεύομαι]] [[ὡσεὶ]] ἦσαν ὅμοια, Πλάτ. Πολιτ. 285Α. 3) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., [[συνέρχομαι]], Ξεν. Κύρ. 6. 2, 41· [[ἔνθα]] δίστομοι... σ. ὁδοί, [[ὅπου]] δύο ὁδοὶ συνέρχονται, ἑνοῦνται, Σοφ. Ο. Κ. 901· ἡ φλὲψ σ. τῇ ἀποσχίσει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 21· αἱ φλέβες σ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 17, κτλ. 4) σ. βλέφαρα, συνάπτειν, κλείειν τὰ βλέφαρα, κλείειν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐν ὕπνῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 15· σ. [[ὄμμα]], κλείειν τὰ ὄμματα ἐν θανάτῳ, [[αὐτόθι]] 1294 ([[ἀλλά]]: ποῖον [[ὄμμα]] συμβαλῶ; πῶς θὰ συναντηθῇ τὸ [[βλέμμα]] μου πρὸς τὸ ἰδικόν της; Εὐρ. Ι. Α. 455). 5) [[καθόλου]], [[συνάπτω]], ἑνώνω, σ. σχοινία, κοινῶς: «στρήβω σχοινιὰ» (πρβλ. συμβολεύς), Ἀριστοφ. Εἰρ. 37· ξ. δεξιὰς ἀλλήλοισι, [[συνάπτω]] χεῖρας, Εὐρ. Ι. Α. 58· σ. λόγους τινὶ [[αὐτόθι]] 8?0· κριθὰς ἵπποις συμβεβλημένας, ἐρριμμένας σωρηδὸν [[ἔμπροσθεν]] αὐτῶν, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 31· σ. τὰ χέδροπα εἰς τὰς [[νέας]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 7. 6) σ. συμβόλαιά τινι ἢ [[πρός]] τινα, [[κάμνω]] [[συμβόλαιον]] μετά τινος, [[μάλιστα]] δὲ [[δανείζω]] χρήματα διὰ συμβολαίου ἢ ὁμολόγου [[μετὰ]] ἐνεχύρου, Δημ. 907. 5, Πλάτ. Πολ. 425C, πρβλ. Θουκ. 5. 77· [[συμβόλαιον]] εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον, [[δάνειον]] γενόμενον ἐπὶ ἐνεχύρῳ τῶν δούλων, Δημ. 822. 4, πρβλ. 8· ἀπολ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἰσοκρ. 402D, Πλάτ. Ἀλκ. 1, 125D· [[προτείνω]], [[παρέχω]], [[δανείζω]], [[πέρα]] μεδίμνου κριθῶν Ἰσαῖ. 80. 30· ἐπί τισι, ἐπὶ ὅροις, Διον. Ἁλ. 6. 29· σ. δανεισμῷ Πλάτ. Νόμ. 921C· ὁ συμβαλών, ὁ [[δανειστής]], Δημ. 1283. 15, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 63 ([[ἀλλά]], οἱ συμβαλ., οἱ δανειζόμενοι, οἱ ὀφειλέται, ὁ αὐτ. 4. 9). ― Μέσ., [[μετὰ]] παθ. πρκμ., [[προσφέρω]] ἢ [[προστίθημι]] ἐπὶ πλέον, πρὸς δὲ ἐς τὰ δῶρα ὁλκάδα οἱ ἔφη συμβαλέεσθαι, πρὸς δὲ εἶπεν ὅτι εἰς τὰ δῶρα θὰ προσθέσῃ καὶ ὁλκάδα, Ἡρόδ. 3. 135, πρβλ. Λυσί. 908. 1, Ξεν. Ἀγησ. 2, 27· [[συνεισφέρω]], σ. χρήματά τινι εἰς τροφὴν τῶν στρατιωτῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 1. 1, 9· τριήρεις εἰς κίνδυνον Ἰσοκρ. 61Α. 7) [[καθόλου]], [[συνεισφέρω]], [[δανείζω]], ἱμάτια, χρυσία, κτλ., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 446, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 5· καὶ ἐν τῷ παθ., συντελῶ, συμβάλλεταί τις... μερὶς Ἄλεξις ἐν «Μιλησίοις» 1. 4· ― ἀλλ’ ἡ [[σημασία]] αὕτη κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ’ ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ [[τέμενος]] συμβάλλομαι, «καὶ τὸ σὸν δὲ [[τέμενος]], ὦ Πρωτεσίλαε, τὸ ἐν Φυλάκῃ, συγκαταριθμοῦμαι ταῖς τοῦ Ἡροδότου νίκαις» (Σχόλ.), Πινδ. Ι. 1. 84· ἡ [[τύχη]] οὐδὲν ἔλασσον ξυμβάλλεται ἐς τὸ ἐπαίρειν Θουκ. 3. 45, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· τὸ μὴ ἀγανακτεῖν… ἄλλα τέ μοι πολλὰ συμβάλλεται, καί..., πολλαὶ περιστάσεις συντελοῦσιν εἰς τὸ νὰ ἀγανακτῶ, καὶ [[μάλιστα]]..., Πλάτ. Ἀπολ. 36Α· [[συνεισφέρω]], σ. βοήθειαν οὐ σμικρὰν [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 836Β· σ. τιμήν τινι Ἰσοκρ. 425D· οὐ δεῖ λογίζεσθαι, [[πότερος]] [[πλείω]] συμβέβληται Ξεν. Οἰκ. 7, 13· [[συχν]]. [[μετὰ]] τῆς αἰτ.: [[μέρος]], ὡς ἀντικειμ., σ. [[μέρος]] ἔργων Ἀνδοκ. 18. 38· [[μέρος]] σ. πρὸς ἀρετὴν Πλάτ. Νόμ. 836D, πρβλ. Πολ. 331Β, Δημ. 1031. 14· οὐκ ἐλάχιστον [[μέρος]] [[πρός]] τι Ἰσοκρ. 156Β· μεγίστην μοῖραν εἴς τι Πλάτ. Τίμ. 47C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 28· ― οὕτω καὶ ἀπολ., [[οὔτε]] ποταμὸς [[οὔτε]] [[κρήνη]] οὐδεμία ἐσδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται, συντελεῖ εἰς τὸ [[μέγεθος]] [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 4. 50· συμβάλλεσθαι [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 21, Ἰσοκρ. 143Ε· ― πολλά ἐστι τὰ συμβαλλόμενα τοῖς βουλομένοις Ἀντιφῶν 138. 38, [[ἔνθα]] σχεδὸν σημαίνει βοηθῶ, ὠφελῶ, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 905Β, Δημ. 558. 13· [[μετὰ]] μετοχ., ξ. φθείρουσα, συντελεῖ εἰς τὴν καταστροφήν, Αἰσχύλ. Χο. 1012· σπανίως [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., ξυμβάλλεται πολλὰ τοῦδε δείματος, πολλὰ συντελοῦσιν [[ὥστε]] νὰ προκύψῃ [[οὗτος]] ὁ [[φόβος]], Εὐρ. Μήδ. 284, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Paley. 8) συμβάλλεσθαι γνώμας, προστιθέναι γν., Ἡρόδ. 8. 61· [[περί]] τινος Πλάτ. Πολιτ. 298C· συμβαλοῦ γνώμην, δὸς τὴν γνώμην σου, Σοφ. Ο. Κ. 1151· σ. τὴν γνώμην τῆς βουλῆς εἰς τὸν δῆμον, διακοινῶ, κοινολογῶ, [[λέγω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 85b. 12 (προσθῆκαι), πρβλ. 108. 25., 2270. 26. 9) συμβάλλειν λόγους, διαλέγεσθαι, συνομιλεῖν, καὶ [[ἁπλῶς]], συμβάλλειν, ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. conferre ἀντὶ conferre sermonem, σ. τινὶ ἢ [[πρός]] τινα Πλούτ. 2. 222C, Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 15· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συμβάλλεσθαι λόγους [[περί]] τινος Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· [[ἀλλά]], λόγον σ. περὶ βίου, δίδω λόγον περὶ τῆς ζωῆς μου, Πλάτ. Νόμ. 905C· ― [[ὡσαύτως]], συμβάλλεσθαί τι, ἔχειν τι εἰπεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 532C, 533Α· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 185C, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 14. ΙΙ. ὡς τὸ [[συνίημι]], ἄγω εἰς σύγκρουσιν, ὡς τοὺς ἀμφοτέρους μάκαρες θεοὶ ὀτρύνοντες σύμβαλον Ἰλ. Υ. 55· ἐμέ... καὶ Μενέλαον συμβάλετε... μάχεσθαι Γ. 70· σ. σκύμνον λέοντος σκύλακι κυνός, βάλλω τὸν ἕνα κατὰ τοῦ ἄλλου, βάλλω νὰ πολεμήσωσιν, Ἡρόδ. 3. 32· ἄνδρα ἀνδρὶ καὶ ἵππον ἵππῳ σ. ὁ αὐτ. 5. 1· σ. τινὰς εἰς ἔριν [[περί]] τινος Ξεν. Λακ. 4, 2· σ. ἀλεκτρυόνας ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 9· ἄνδρας φίλους ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 1, 32· εἰς χεῖρα δοῦλον δεσπότῃ μὴ συμβάλῃς Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 111b· ― μεταφορ., ἀναισχυντίᾳ ξυμβάλλω τινὰ καὶ προσγυμνάζειν κτλ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀγωνισθῇ κατὰ τῆς..., Πλάτ. Νόμ. 647C. β) μέσ., ἑνοῦμαι εἰς μάχην μετά τινος, σύν δ’ ἐβάλοντο μάχεσθαι [[ἐναντίον]] Ἰλ. Μ. 377. γ) ἀμεταβ., [[συνέρχομαι]], σύμβαλον μάχεσθαι Π. 565· [[ὡσαύτως]] καὶ μόνον συμβ., [[ἔρχομαι]] εἰς χεῖρας, συμπλέκομαι, [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ., [[εἴτε]] ἀπολ. ἢ [[μετὰ]] δοτ. προσ., [[οἷον]] Α. 77, 80, 82, 103· Ἄρης Ἄρει ξυμβαλεῖ δίκα δίκᾳ Αἰσχύλ. Χο. 461· Ἕλληνες Μήδοις σ. Σιμωνίδ. 138· [[ὡσαύτως]], σ. [[πρός]] τινα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 20, Ἰσοκρ. 54D· εἰς μονομαχίαν [[πρός]] τινα Στράβ. 676· ξυμβάλλων, συγκρουόμενος, Πλάτ. Πολιτ. 273Α. 2) ἐν ἀμφ. τινὶ χωρίῳ ἐν Ἰλ. Μ. 181, ἔχομεν σὺν δ’ ἔβαλον Λαπίθαι πόλεμον καὶ δηιοτῆτα, ἦλθον εἰς πόλεμον· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., σ. μάχην τινί, Λατ. committere pugnam, Εὐρ. Βάκχ. 837· ἔχθραν, ἔριν σ. τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 44, 521· ― οὕτω, μεταφορ., ἐγὼ γὰρ ἀνδρὶ συγγνώμην ἔχω κλύοντι φλαῦρα συμβαλεῖν ἔπη κακά, ἐγὼ [[παρέχω]] συγγνώμην εἰς ἄνδρα [[ὅστις]] ὑβριζόμενος ἀντικρούει διὰ κακῶν λόγων, Σοφ. Αἴ. 1323· αἰσχρὸν δέ μοι γυναιξὶ συμβάλλειν λόγους Εὐρ. Ι. Α. 830. 3) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συναντῶ τινα, ἀπαντῶ κατὰ τύχην, [[μετὰ]] δοτικ. [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρ., [[ὅστις]] ἔχει τὸν Ἐπικ. ἀόρ. ξύμβλητο καὶ τὸν μέλλ. συμβλήσομαι, Νέστορι δὲ ξύμβληντο Ἰλ. Ξ. 27, πρβλ. 39· εἰ δ’ ἄρα τις... ξύμβληται [[ὁδίτης]] Ὀδ. Η. 204· ξυμβλήμενος [[ἄλλος]] [[ὁδίτης]] Λ. 127· ὅτε κεν συμβλήσεται αὐτῷ Ἰλ. Υ. 335· ξυμβλήτην ἀλλήλοιιν Ὀδ. Φ. 15, πρβλ. Ἰλ. Φ. 578. 4) [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., συμβαλών, συναντήσας, Αἰσχύλ. Χο. 677· οἱ συμβάλλοντες, οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἐπαφὴν μετά τινος, Πλουτ. Μάρκελλ. 20· ἡμᾶς οἱ ἡγεμόνες... πρὸς ἐμὲ πάντας συμβάλλετε Ξεν. Κύρ. 6. 2, 41. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., φόνου δὲ [[κηκὶς]] ξὺν χρόνῳ ξυμβάλλεται, συνᾴδει, συμφωνεῖ, Αἰσχύλ. Χο. 1012. 2) [[παραβάλλω]], σμικρὰ μεγάλοισι Ἡρόδ. 2. 10· ἑωυτόν τινι ὁ αὐτ. 3. 160· ἓν πρὸς ἓν ὁ αὐτ. 4. 50· τι [[πρός]] τι Λυκοῦργ. κ. Λεωκρ. § 68· πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Θεαίτ. 186Β· οὐδὲν ἦν τούτων... πρὸς ἀτταγῆνα συμβαλεῖν τῶν βρωμάτων Φοινικίδης ἐν «Μισουμένῃ» 1. 5· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., Ἡρόδ. 2. 10., 3. 125· τὸ Βαβυλώνιον [[τάλαντον]] συμβαλλόμενον πρὸς τὸ Εὐβοεικόν, παραβαλλόμενον πρὸς τὸ Εὐβοϊκόν, ἐν συγκρίσει πρὸς αὐτό, ὁ αὐτ. 3. 95· ― [[ὅθεν]], β) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βάλλω [[ὁμοῦ]], ὑπολογίζω, [[λογαριάζω]], ὁ αὐτ. 6, 63. 65, πρβλ. 2. 31., 4. 15· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἡ ὁδὸς ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι ὁ αὐτ. 4. 10.· ἴδε ἐν λ. [[δάκτυλος]] Ι. 1. γ) [[παραβάλλω]] τὴν ἰδίαν μου γνώμην πρὸς τὰ γεγονότα, [[ὅθεν]], [[συμπεραίνω]], [[εἰκάζω]], [[ἑρμηνεύω]], συμβαλεῖν τι [[εἶναι]] Πινδ. Ν. 11. 43, σ. ὅτι... Πλάτ. Κρατ. 412C· ξ. τοῦτο Σοφ. Ο. Κ. 1474· τοῦτο σ., ὅτι...· Ἀριστοφ. Σφ. 50· τὰ πρὶν οὐκ εὔγνωτα σ. Εὐρ. Ὀρ. 1394. εὖ ξυνέβαλεν αὐτὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 427· ἣν [νόσον] οὐδ’ ἂν εἷς γνοίη ποτ’ οὐδ’ ἂν ξυμβάλοι ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 72· σ. ἔπη Εὐριπ. Μήδ. 675· [[τοὖναρ]] ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 55· τὴν μαντείαν Πλάτ. Κρατ. 384Α· τὸν χρησμὸν Ἀριστοφάν. Ἀποσπάσ. 489, πρβλ. 66· σήματα σ., εἰ... ἢ Ἄρατ. 1146· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἀπολ., συχνάκ. παρ’ Ἡροδ., [[οἷον]] 4. 15, 45, 87· μετ’ αἰτ., [[εὑρίσκω]], [[καταλαμβάνω]], ἐννοῶ, τὸ [[πρῆγμα]] 4. 111· σ. τι ἔκ τινος 6. 107· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμ., 1. 68., 2. 33, 112, κ. ἀλλ.· συμβάλλεσθαι ὅτι..., 3. 68. IV. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συμφωνῶ, [[ὁρίζω]], [[προσδιορίζω]] ἀπὸ κοινοῦ, λόφον εἰς ὅν... ἁλίζεσθαι Ξεν. Ἀν. 6. 3. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 484, 485.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συμβαλῶ, <i>ao.2</i> συνέβαλον, <i>pf.</i> συμβέβληκα;<br /><i>Pass. ao.</i> συνεβλήθην, <i>pf.</i> συμβέβλημαι;<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> jeter ensemble, <i>d’où</i><br /><b>1</b> apporter en masse : κριθὰς ἵπποις XÉN de l’orge en quantité pour les chevaux;<br /><b>2</b> réunir, rapprocher : [[ὕδωρ]] IL, ῥοάς IL réunir les eaux, leur courant <i>en parl. de deux fleuves</i> ; [[ὄμμα]] ESCHL fermer l’œil <i>en parl. d’un mourant ; ttef.</i> ποῖον [[ὄμμα]] συμβαλῶ ; EUR de quel œil l’aborderai-je ? ; σ. δεξιὰς ἀλλήλοις EUR se donner la main mutuellement ; <i>avec un rég. de pers.</i> faire se réunir à d’autres, fournir un contingent de, acc.;<br /><b>3</b> échanger : λόγους τινί EUR, συμβάλλειν τινί échanger des paroles avec qqn, s’entretenir avec qqn ; <i>particul.</i> avancer un prêt contre le reçu d’une obligation ; avancer, prêter (de l’argent) : τινι à qqn ; <i>en mauv. part</i> σ. πόλεμον IL échanger des hostilités, en venir à un combat ; ἔπη κακά SOPH répondre par de mauvaises paroles à de mauvaises paroles ; ἔχθραν τινί EUR lutter contre la haine de qqn;<br /><b>II.</b> jeter l’un contre l’autre, mettre aux prises : ἄνδρας φίλους XÉN des amis ; τινά τινι HDT un animal contre un autre ; τινα [[καί]] τινα μάχεσθαι IL une personne avec une autre pour un combat;<br /><b>III.</b> comparer, rapprocher ; τινά τινι comparer une personne à une autre ; [[τί]] τινι, [[τι]] [[πρός]] [[τι]] une ch. avec une autre ; ἓν πρὸς ἓν συμβάλλειν HDT si l’on compare chaque fleuve à l’autre isolément;<br /><b>IV.</b> conjecturer, <i>d’où</i><br /><b>1</b> interpréter, expliquer, acc.;<br /><b>2</b> supputer, évaluer : ἡ ὁδὸς ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι HDT j’évalue la route à 200 stades environ;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> se rencontrer avec : τινι, [[πρός]] τινα avec qqn ; se réunir avec qqn : [[οἱ]] συμβάλλοντες les gens qui se mettent en relation avec qqn ; <i>avec un suj. de ch.</i> : [[ἔνθα]] συμβάλλουσι ὁδοί SOPH où se rencontrent les routes ; <i>avec idée d’hostilité</i> συμβάλλειν μάχεσθαι IL, συμβάλλειν [[εἰς]] χεῖρας, <i>ou simpl.</i> συμβάλλειν en venir aux mains, à une lutte avec qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμβάλλομαι;<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> mettre en commun, <i>d’où</i><br /><b>1</b> mêler : [[ὕδωρ]] HDT ses eaux (à celles d’un autre fleuve);<br /><b>2</b> mettre à la masse, cotiser : χρήματα [[εἴς]] [[τι]] XÉN de l’argent pour qch ; contribuer : [[μέγα]] συμβάλλεται [[εἰς]] [[τοῦτο]] [[ὅτι]] XÉN une raison qui contribue grandement à cela, c’est que ; <i>abs.</i> être utile, profitable à, τινι;<br /><b>3</b> communiquer, prêter : [[τί]] τινι HDT qch à qqn;<br /><b>4</b> échanger : λόγους [[περί]] τινος XÉN des paroles sur un sujet ; ξενίαν XÉN des rapports d’hospitalité ; <i>abs.</i> ξυμβαλέσθαι [[πρός]] τινα THC conclure un traité avec qqn;<br /><b>5</b> convenir de : λόφον XÉN d’occuper une colline;<br /><b>II.</b> rapprocher par la pensée :<br /><b>1</b> condenser, ramasser : γνώμην SOPH appliquer sa pensée (à qch) ; supputer, évaluer : ἐπὶ δακτύλῳ τοὺς μῆνας HDT compter les mois sur ses doigts;<br /><b>2</b> expliquer : γνώμην HDT son avis ; <i>abs.</i> s’expliquer : [[περί]] τινος sur qch;<br /><b>3</b> conjecturer, interpréter, s’expliquer : [[πρῆγμα]] HDT une affaire ; συμβαλέσθαι ἐπ’ [[ὅτευ]] HDT (je ne puis) comprendre pour quel motif ; <i>abs.</i> [[ὡς]] ἐγὼ συμβαλλόμενος HDT comme je me l’explique ; [[ὡς]] ἐγὼ συμβαλλόμενος [[εὑρίσκω]] HDT, <i>ou à l’inf. abs.</i> [[ὡς]] μὲ συμβαλλόμενον εὑρίσκειν HDT comme je trouve, tout considéré ; [[τῇδε]] συμβαλλόμενος HDT remarquant par suite de cela ; <i>avec une</i> prop. inf. <i>ou</i> avec [[ὅτι]] : conjecturer, s’expliquer que;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> se rencontrer avec, avoir une entrevue avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βάλλω]].
}}
}}