ὑπομενετικός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπομενετικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ [[προτέρημα]] ἢ τὴν δύναμιν νὰ ὑπομένῃ, ὁ ὑπομένων τι, ὑπομονητικός, τῶν δεινῶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 6, 6· κινδύνων ὁ αὐτ. Ἠθικ. Εὐδ. 3. 5, 2· πρὸς λύπας [[αὐτόθι]] 3. 1, 19· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ὡσαύτως]], ὑπομενητικός ἢ -μονητικός, Πλάτ. Ὅροι 412Β, 416Β, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 5. 1.
|lstext='''ὑπομενετικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ [[προτέρημα]] ἢ τὴν δύναμιν νὰ ὑπομένῃ, ὁ ὑπομένων τι, ὑπομονητικός, τῶν δεινῶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 6, 6· κινδύνων ὁ αὐτ. Ἠθικ. Εὐδ. 3. 5, 2· πρὸς λύπας [[αὐτόθι]] 3. 1, 19· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ὡσαύτως]], ὑπομενητικός ἢ -μονητικός, Πλάτ. Ὅροι 412Β, 416Β, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 5. 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui se résigne volontiers, endurant, patient.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπομένω]].
}}
}}