Anonymous

ὑπομενετικός: Difference between revisions

From LSJ
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui se résigne volontiers, endurant, patient.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπομένω]].
|btext=ή, όν :<br />qui se résigne volontiers, endurant, patient.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπομένω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ, και [[ὑπομενητικός]], -ή, -όν, Α [[ὑπομενετός]] / [[ὑπομενητός]]<br />ὑπομονετικός<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπομενετικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] του υπομονετικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίμονος]], [[πεισματάρης]].
}}
}}