ὠχριάω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠχριάω''': [[ὠχράω]], [[γίνομαι]] ἢ φαίνομαι [[ὠχρός]], χλωμιάζω, Ἀριστοφ. Νεφ. 103, Βάτρ. 307, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 115· ὠχριήσας Βάβρ. 92. 8· ἀντίθετον τῷ [[ἐρυθριάω]], ἐρυθραίνομαι, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 15, Ἠθ. Νικ. 4. 9, 2· - ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 692Ε. -Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 80.
|lstext='''ὠχριάω''': [[ὠχράω]], [[γίνομαι]] ἢ φαίνομαι [[ὠχρός]], χλωμιάζω, Ἀριστοφ. Νεφ. 103, Βάτρ. 307, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 115· ὠχριήσας Βάβρ. 92. 8· ἀντίθετον τῷ [[ἐρυθριάω]], ἐρυθραίνομαι, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 15, Ἠθ. Νικ. 4. 9, 2· - ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 692Ε. -Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 80.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὠχριάσω, <i>ao.</i> ὠχρίησα, <i>pf.</i> ὠχρίακα;<br />devenir <i>ou</i> être jaune <i>ou</i> pâle.<br />'''Étymologie:''' [[ὠχρός]].
}}
}}